Σκηνή πρώτη. Μια θάλασσα από χώμα, και στο βάθος ο γανλάζιος ουρανός. Και ένας μαυροφορεμένος τζιχαντιστής, με κουκούλα, και το όπλο περασμένο ψηλά στον ώμο. Με το αριστερό χέρι κρατάει την κάνη που κρέμεται, και με το δεξί αγγίζει τον ώμο ενός γονατισμένου ανθρώπου που φοράει πορτοκαλί φόρμα, την αμφίεση των μελλοθανάτων. Το πρόσωπο του γονατισμένου είναι βουβό, ανέκφραστο, παραδομένο στον φόβο. Το ξέρει ότι σε λίγα λεπτά θα είναι νεκρός και περιμένει πότε το χέρι του εκτελεστή του θα μετακινηθεί από τον ώμο του για να αγγίξει την σκανδάλη. Ένα πεντάλεπτο αργότερα η σκηνή είναι διαφορετική. Το αίμα του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζέιμς Φόλει κυλάει στη συριακή στέπα, ενόσω ο κουκουλοφόρος δοξάζει τον θεό του.
Σκηνή δεύτερη. Μια νεαρή γυναίκα ονόματι Χαντίγια Νταρέ. Είναι μόλις είκοσι ενός ετών και έχει μεγαλώσει στο Λιούισαμ, ένα από τα προάστια του Λονδίνου. Είναι μητέρα ενός μικρού αγοριού και όλα αυτά τα χρόνια ζούσε μαζί με τον άντρα της, έναν Σουηδό πολίτη τουρκικής καταγωγής, σε μια από τις πιο προηγμένες πόλεις του κόσμου. Ώσπου πριν από δύο χρόνια αποφάσισε να προσηλυτιστεί στο ριζοσπαστικό Ισλάμ. Σήμερα η φιλοδοξία της είναι να γίνει «η πρώτη γυναίκα από την Βρετανία που θα σκοτώσει έναν Δυτικό». Έχοντας πια μετακομίσει στη Συρία, το κορίτσι από το Λιούισαμ ποστάρει tweets μίσους και ανεβάζει βιντεάκια φορώντας το νικάμπ της. Και την ίδια ώρα που στην αεροπορική βάση Τάμπκα τα θύματα ξεπερνούν τους πεντακόσιους ανθρώπους, εκείνη δοξάζει τον θεό της για την αποστολή του Ισλαμικού Κράτους.
Σκηνή τρίτη. Το Ισραήλ ισοπεδώνει τη Γάζα για να εξοντώσει τη Χαμάς. Κτίρια καταρρέουν σαν πύργοι στην άμμο, παιδιά σκοτώνονται, ένα πυκνό σύννεφο σκόνης σκεπάζει τους χωμάτινους δρόμους με τα ερείπια. Κανείς δεν θυμάται πια την απαρχή του μίσους. Το μίσος γεννάει μίσος, και η οργή μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Και όλοι δοξάζουν τον θεό τους για την αποστολή που έχουν επιφορτιστεί, και ενώ ο θεός του ενός διαφέρει από τον θεό του άλλου η αποστολή είναι ίδια. Κανείς δεν φαίνεται να άκουσε ποτέ τα λόγια του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίγκερ ότι οι άνθρωποι δεν είναι θεοί, άρα μπορούν να συνυπάρξουν. Το αίμα δεν σταματάει ποτέ, επειδή ο θεός του καθενός είναι τόσο μεγάλος ώστε να υπόσχεται μεταθανάτιους παραδείσους. Η ίδια υπόσχεση, απλά με άλλα λόγια. Η ζωή εδώ κάτω είναι μια δοκιμασία που θα κρίνει τη ζωή εκεί πάνω. Και στο μεταξύ, η ζωή εδώ κάτω να φεύγει άπληστα, σαν νερό που το αφήνεις να χαραμίζεται από μια ξεχασμένη βρύση.
Σκηνή τέταρτη. Η Λιβύη βυθίζεται στο χάος του εμφυλίου. Οι ισλαμιστές μπήκαν στην Τρίπολη κραδαίνοντας μαχαίρια, ξερνώντας φωτιά, αφανίζοντας οικισμούς. Η Βεγγάζη θυμίζει ναρκοπέδιο. Και οι ιαχές προς τον θεό στοιχειώνουν τις μέρες που μοιάζουν με νύχτες από τον καπνό. Σκέφτεσαι τον φόβο των παιδιών πίσω από τα κλειδαμπαρωμένα παράθυρα. Αναρωτιέσαι για την έκπληξη των πουλιών, που δεν πετούν σε κάποιον άλλον ουρανό, μα σε κείνο το σκότος των «Μαχητών της Αυγής», των πολεμιστών της Μισράτα και των άλλων οργανώσεων που γεννήθηκαν από τις προσταγές ενός θεού. Συλλογίζεσαι τα λουλούδια στους ωραίους δρόμους της Λιβύης, που θυσιάστηκαν κι αυτά στον βωμό του μεγάλου Αλλάχ. Προσπαθείς να καταλάβεις.
Σκηνή Πέμπτη. Παγκράτι, Αθήνα. Ένα ωραίο σαββατιάτικο απόγευμα. Έτος 2014. Δύο ομοφυλόφιλοι κρατούνται χέρι-χέρι. Κάποτε ήταν η αστυνομία που τους έπιανε. Τώρα είναι οι φουσκωτοί. Το Αντιρατσιστικό νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει ρήτρα σεξουαλικού προσανατολισμού. Κι έτσι η Κου Κλουξ Κλαν αναλαμβάνει δράση. Πίσσα και πούπουλα, όπως στο παλιό Ουέστ, ή φλεγόμενοι σταυροί, για να συμβολίζεται η πίστη. Οι φουσκωτοί ορμούν στους ομοφυλόφιλους, τους σέρνουν χάμω, στον έναν ρίχνουν χλωρίνη, του άλλου του σπάνε του σπάνε το πόδι από τις κλωτσιές.
Δεν είδα κανέναν επίσημο φορέα της πολιτείας να παίρνει θέση, μόνο κάποιους μητροπολίτες. Ο ένας είπε ότι το πρόβλημα είναι η ομομανία που ζούμε καθημερινά, ο άλλος χαρακτήρισε τους ομοφυλόφιλους αισχρούς και «κύνες». Τι ωραία λόγια, είπα μέσα μου. Η αμόλυντη εκκλησία μας, η άσπιλη και παρθένα γη των πατέρων μας, δεν κραυγάζει ότι «ο Ιησούς είναι μεγάλος» σε εμπόλεμες ζώνες – απλά χρωματίζει τον ρατσισμό με πρόσθετες πινελιές ρατσισμού. Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η ζωή μας χωρίς θεούς. Μπορεί να ήταν όντως πιο δύσκολη γιατί δεν θα είχαμε να ελπίζουμε σε κάτι νοερό. Αλλά σίγουρα θα ήταν απαλλαγμένη από την μισαλλοδοξία και τον φανατισμό που σου γεννάει η ηθική υποχρέωση στην πίστη.
Σκηνή έκτη. Μέχρι πριν από είκοσι χρόνια, στις περισσότερες χώρες του κόσμου η ομοφυλοφιλία εθεωρείτο παράνομη και τιμωρούνταν ακόμη και με θάνατο. Και μέχρι πριν από είκοσι χρόνια, μπορούσες να λέγεσαι Σαλμάν Ρούσντι, να έγραφες τους «Σατανικούς Στίχους» και να κρυβόσουν για μια δεκαετία από μια διαταγή θανάτου ενός φανατικού ηγεμόνα ονόματι Αγιατολάχ Χομεινί. Η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία της επιλογής, η ελευθερία να διαλέξεις την δική σου οπτική σε έναν θεό όπως και σε ένα κορμί –το δικό σου κορμί– ήταν ακόμη και μέχρι πριν από είκοσι χρόνια ένας επίπονος αγώνας που νόμιζες ότι σήμερα έχει κερδηθεί χάρη στην αποδοχή που μπορούν να προσφέρουν μυαλά θαρραλέα και ζωντανά.
Όμως σε κοινωνίες που καθοδηγούνται, το μυαλό ατονεί, βρίσκεται σε λήθαργο. Κι αυτό θέλουν, όχι οι ίδιοι οι θεοί, αλλά κάποιοι που χρίστηκαν αυτοβούλως εκπρόσωποί τους. Αυτό θέλει ο τζιχαντιστής που προσηλύτισε μια νεαρή μητέρα από το Λιούισαμ, ώστε να σκοτώσει έναν Βρετανό. Αυτό θέλουν οι ηγέτες των θρησκευτικών φατριών που ορκίζονται στην πίστη του αίματος και ξερνούν θάνατο σε παιδιά και αθώους πολίτες. Αυτό θέλουν οι δύο δικοί μας μητροπολίτες που αντί να καταγγείλουν την άνανδρη επίθεση προς ένα ζευγάρι ανθρώπων του ιδίου φύλλου, πέταξαν κι άλλο κλαδί στη φωτιά του σκοταδισμού που γεννάει το μίσος.
Και έτσι φτάνεις στο επιμύθιο των έξι αυτών σκηνών. Και είναι μάλλον νηπιακό, διότι το ξέρεις ότι κανένας θεός δεν παρακίνησε ποτέ τους ανθρώπους να σκάβουν τάφρους θανάτου. Τις τάφρους τις σκάβουμε εμείς οι ίδιοι, με τα χέρια μας, με την καθοδήγηση ανθρώπων που δεν θέλουν να ψάχνουμε πιο βαθιά. Οπότε την μισαλλοδοξία δεν την γεννάει ο θεός, την γεννάει η μετάφραση που εσύ κάνεις στον θεό σου. Η πίστη του καθενός ήταν πάντα, ιερή. Εκείνο που πληγώνει είναι η ερμηνεία της πίστης. Ο φανατισμός. Και οι άνθρωποι, που ενώ φορούν ράσα και κηρύττουν γραφές εμπνευσμένες, δεν παύουν να είναι άνθρωποι και όχι θεοί.
Στέφανος Δάνδολος
To διαβάσαμε στο terra papers
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου