Πιάστηκα εξαπίνης. Δεν το περίμενα.
Ότι η απώλεια των υλικών χειροπέδων θα μου άνοιγε ευθύς κι άνεϋ αιτήσεως τις πύλες για μια τέτοια άυλη θαλπωρή! "Εκεί"!
Δίχως αναμονή σε προθαλάμους. Χωρίς μπρος-πίσω αγχωτικές διαδρομές σε πολυιδωμένα τούνελ του επέκεινα. Μα σαν σαστισμένος ναυαγός, ξεβράστηκα από παράξενα άχρονα κύματα σ'ένα ολόλευκο έμβιο πεδίο. Βιώνοντας με όλους τους άυλους πια πόρους μου όχι τη γλυκιά -σαν ζαλισμένη από αστρικό κρασί- ματαιότητα μιας αδιάφορης ξεκουρδισμένης αιωνιότητας. Φρόντισαν εκείνοι γι'αυτό. Που με περιέβαλαν με μια οικειότητα και θαλπωρή η οποία δεν είναι στην πολύπλοκη απλότητα της φύσης της να περιγραφεί με γλωσσικούς όρους, με πεπερασμένα λεκτικά σχήματα. Κάνοντας τον σκληροπυρηνικό ορθολογισμό μου να ζαρώνει σαν εξημερωμένο λιοντάρι στη γωνιά της απειροσύνης ενός ανείπωτου Αγνώστου.Σ'ένα χώρο έξω από το χώρο και το χρόνο. Κι εκείνοι, μέσα σε μια πλημμυρίδα λευκής φωτοχυσίας, έμοιαζαν να περίμεναν την άφιξή μου, έτσι όπως από το πουθενά μέσα στο πουθενά έκαναν έναν κύκλο γύρω μου. Έχοντας ανθρώπινη μορφή..
Η μόνη λεκτική μας επικοινωνία, απ'όσο θυμάμαι μετά από τόσο καιρό, ήταν ένα θερμό καλωσόρισμα! Και μετά έπαψα να είμαι εγώ. Κι έγινα αυτοί. Και αυτοί εγώ. Αλλά δεν ξέρω πώς να το πω..δεν έπαψα να είμαι εγώ. Να νιώθω, να επικοινωνώ αλλά όχι με τη φωνή, να τους ακούω, να τους αγγίζω, να μαθαίνω..
Κι έγινα η κατάργηση και η ρευστότητα όλων των συμφωνημένων ορισμών και των εννοιών. Η αξιοθρήνητη χρεωκοπία των λέξεων και η προέκταση των νοημάτων σε πεδία ανείπωτα.
Κι έγινα ένα κύμα μέσα στη θάλασσα των Ιδεών.
Που είναι τόσο ζωντανές όσο και οι σάρκινοι ξενιστές τους. Ίσως και πιο ζωντανές από αυτούς. Ίσως να εκτείνονται σε αυτό που αποκαλείται "αθανασία", αφού αυτές συνεχίζουν να υπάρχουν, να καρπίζουν, να μαραίνονται και να αναγεννούνται, να εξελίσσονται και να αλλάζουν απλώς μορφές, να στήνουν κόσμους ολόκληρους και μετά τη διάλυση της σάρκας των υποτιθένενων κατόχων τους..
Και ποια αλήθεια συγκίνηση του σώματος και του μυαλού θα άντεχε στη σύγκριση μ'εκείνη; Που με τύλιγε σαν διαφανής αγκαλιά πρωτόγνωρων ξυπνημάτων εν υπνώσει ως τώρα αισθήσεων! Μία ανυπέρβλητη χαρά, πέρα από κάθε άλλη μεγάλη γνωστή χαρά. Μία σιγουριά επιστροφής στα πλέον οικεία εδάφη.
Μα πριν προλάβω να τους πω ότι ήθελα να μείνω εδώ που αναγνώριζα ως "σπίτι", με τράβηξαν οι άλλοι πίσω. Σαν να με ρούφηξε μια δίνη από πάνω προς τα κάτω και να με προσγείωσε και πάλι στο κρεβάτι του καταθλιπτικού νοσοκομείου. Δεν πρόλαβα καν να αντισταθώ.
Ακόμα θυμάμαι την πρώτη λέξη που άκουσα από τα στόματά τους: "τον επαναφέραμε!"
Ναι, αλλά πού; Από το όνειρο στην πραγματικότητα; Ή..Ή μήπως το αντίθετο;
Κι ακόμα θυμάμαι τη λύπη που με κλόνισε όταν η πρώτη μου ματιά έπεσε πάνω στα ανακουφισμένα πρόσωπά τους και τις άσπρες τους μπλούζες. Ώστε επανήλθα! Και πάλι.
Μόνο που είχα γυρίσει φέρνοντας μαζί μου το πιο σπουδαίο δώρο που θα μπορούσα να αποκομμίσω από το "ταξίδι" εκείνο: ο Φόβος είχε χαθεί!
Και η επιθυμία μου κάποτε για επιστροφή, με τη δική μου όμως θέληση και χαρτογράφηση των μυστικών "γεφυρών" που συνδέουν "τόπους", αποτέλεσε από τότε μία από τις ευγενέστερες επιθυμίες μου. Κι από τις πιο κρυφές. Αν και..όχι πια!
Ο Ένοικος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου