ένα άρθρο που παρέχει μια πληθώρα σημαντικών στοιχείων και ερεθισμάτων!
Μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
" οι άθεοι χρήζουν νομοθετικής νουθεσίας και περιορισμού". (Νόμοι 908, b-e)
ΠΛΑΤΩΝ
" Πρωταγόρας, ο σοφιστής, που με μια μόνο φράση «προσγείωσε» ανώμαλα και μια για πάντα, τους «μεταφυσικούς» όλων των εποχών. Δεν είναι ανεξήγητο, που δεν έχει διασωθεί τίποτε από όσα έγραψε.
Η περίφημη ρήση του Πρωταγόρα από το –χαμένο από την αρχαιότητα- βιβλίο του Περί θεών («σχετικά με τους θεούς δεν μπορώ να εξακριβώσω αν υπάρχουν ή όχι, ή ποιά είναι η μορφή τους, γιατί είναι πολλά τα πράγματα που εμποδίζουν να τούς γνωρίσουμε, η αβεβαιότητα και το βραχύ του βίου»(5)) είναι αντιπροσωπευτική περίπτωση αγνωστικισμού, που βγάζει άχρηστη και χάσιμο χρόνου (τουλάχιστον για τον επιστήμονα) κάθε θεολογική αναζήτηση".
" Οι πρώτοι φιλόσοφοι-επιστήμονες (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης κ.ά.) πέτυχαν να αποκαθάρουν τον Μύθο από την θρησκευτική-δεισιδαιμονική κρούστα, την οποία είχε επισυσσωρεύσει κατά την μακραίωνη διαδικασία της διαμόρφωσής του.
... π.χ. η έννοια του Απείρου στον Αναξίμανδρο. Οι πρώτοι αυτοί επιστήμονες αντιμετώπισαν τον Κόσμο με θαυμασμό αλλά και αφοβία και έθεσαν διά παντός τα θεμέλια του επιστημονικού στοχασμού. Εκφράστηκαν συχνά σε μια ανεπανάληπτη ποιητική γλώσσα και ενσάρκωσαν το (εξαφανισμένο σήμερα) είδος του επιστήμονα-ποιητή, το οποίο, αν είχε εξακολουθήσει να υφίσταται, ίσως δεν θα βιώναμε τις τόσες αρνητικές παρενέργειες τών συγχρόνων επιστημονικών εφαρμογών".
" Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε, ότι στην αρχαία Ελλάδα σημειώνεται η πρώτη εμφάνιση του αθεϊσμού στην Ιστορία ".
" Ο απεγκλωβισμός της πολιτικής σκέψης από τη Θρησκεία υπήρξε ένα από τα ανεκτίμητα κληροδοτήματα των Σοφιστών προς την ανθρωπότητα ".
Το πλήρες άρθρο:
Το ξεπέρασμα της θρησκείας και της μεταφυσικής στην ελληνική κλασική σκέψη: Η αμφισβήτηση της θρησκείας και η συνακόλουθη έλλειψη πίστης στην ύπαρξη οποιωνδήποτε «ανωτέρων» οντοτήτων, ή «άλλων κόσμων» μεταφυσικής υφής, αποτελεί αποκλειστικά ελληνική πνευματική και ψυχική κατάκτηση. Από την ανάδυση της επιστημονικής σκέψης στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, μέχρι τον Σοφιστικό Διαφωτισμό (όπου ολοκληρώθηκε ο πρώτος και σημαντικότερος κύκλος του ελληνικού επιστημονικού στοχασμού), η σημασία και η αξιοπιστία της θρησκείας για την ανθρώπινη αναζήτηση και εξέλιξη ακολούθησαν μια σαφώς φθίνουσα πορεία.
Έπρεπε να περάσουν πάνω από δύο χιλιετίες και να φτάσουμε στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, για να ξαναβρεί η Σκέψη το χαμένο νήμα, που θα τη συνέδεε με τους πρωτοπόρους του ανθρωπίνου είδους, που απελευθερώθηκαν από τη θρησκεία.
Μια φορά ήταν ο Μύθος: Ο Μύθος αποτελεί την πρωταρχική προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει τον Κόσμο και γι’ αυτό έχει μια εγγενή λογική λειτουργία. Αποτελεί την πρωτογενή εκδήλωση της ανθρώπινης λογικότητας και περιλαμβάνει την παρατήρηση της φύσης (ζωή, θάνατος, χρόνος κ.λ.π.), την καταχώρηση αξιοσημείωτων γεγονότων (φυσικές καταστροφές, μετακινήσεις πληθυσμών κ.α.) και εκφράζει τα διάφορα στρώματα του συλλογικού ψυχισμού (αρχέτυπα, συμβολισμοί κλπ.).
Ωστόσο στην πορεία και λόγω των περιορισμένων γνωστικών μέσων, που υπήρχαν στην εποχή της διαμόρφωσής του, ο Μύθος παρεκτράπηκε στο ψυχολογικό φαινόμενο της θρησκείας. Η παρεκτροπή του Μύθου σε θρησκεία αποτελεί τόσο παγκόσμιο φαινόμενο, όσο και η ίδια η γέννησή του.
Η ποιητική διάβρωση τη Θρησκείας: Χάρη στους ποιητές, στην Ελλάδα συναντάμε τον πιο λεπτοδουλεμένο και καλαίσθητο πολυθεϊσμό (1). Οι ποιητές δεν ήσαν βέβαια άθεοι αλλά χειρίστηκαν τον Μύθο με ελευθεριότητα και παρενέβησαν αποφασιστικά στη διαμόρφωσή του.
Οι παρεμβάσεις τους οδήγησαν σε έναν προχωρημένο ανθρωπομορφισμό, τόσο ώστε στον περίφημο ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα (στίχοι 310-314) να ομολογείται ότι, οι θεοί έχουν ανάγκη την απόδοση λατρείας από τους ανθρώπους:
«Και θα εξαφάνιζε ασφαλώς το γένος όλο των φθαρτών ανθρώπων (ενν. η Δήμητρα) με φοβερό λιμό και το λαμπρό προνόμιο δώρων και θυσιών θα το στερούσεν απ’ αυτούς που κατοικούν τα Ολύμπια ανάκτορα, εάν ο Ζευς δεν το εννοούσε και δεν το συλλογιόταν» (βλ. Ομηρικοί Ύμνοι, εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας, νεοελληνική απόδοση Ελένης Λαδιά, Δημήτρη Παπαδίτσα).
Επίσης ο ανθρωπομορφισμός έφερε συχνότατα τους ανθρώπους σε ανταγωνιστική, ή και συγκρουσιακή σχέση με τους θεούς. Η μυθοπλαστική παρέμβαση των ποιητών θεωρήθηκε ασέβεια από μεταγενέστερους συγγραφείς, όπως ο Πλάτων που προέτρεψε στην απαγόρευση της διδασκαλίας του Ομήρου.
Η αποθρησκειοποίηση του Μύθου: Τον στ΄ αι. π.κ.ε. (δηλ. σε μια εποχή που το σύνολο περίπου της Μυθολογίας έχει χονδρικά διαμορφωθεί) γίνεται η πρώτη καταγεγραμμένη προσπάθεια επαναφοράς του Μύθου στις αρχικές ορθολογικές του προδιαγραφές. Η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας.
Οι πρώτοι φιλόσοφοι-επιστήμονες (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης κ.ά.) πέτυχαν να αποκαθάρουν τον Μύθο από την θρησκευτική-δεισιδαιμονική κρούστα, την οποία είχε επισυσσωρεύσει κατά την μακραίωνη διαδικασία της διαμόρφωσής του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η πρωταρχική μυθική κατανόηση του Κόσμου επέστρεψε στις -ερευνητικές- πηγές της και επέτρεψε να αναδυθεί από μέσα της η επιστημονική κατανόηση.
Η Επιστήμη αποτελεί τέκνο και συνέχεια του Μύθου αλλά, αυτό έγινε κατορθωτό μόνον όταν οι πρώτοι έλληνες επιστήμονες απελευθέρωσαν τις θεμελιώδεις έννοιες του (π.χ. Κόσμος, Ανάγκη, Χάος, Έρως κλπ.) από τη θρησκεία, μετατρέποντάς τες έκτοτε σε επιστημονικές υποθέσεις εργασίας. Εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν την μυθική ορολογία, δίνοντάς της όμως εντελώς διαφορετικό, επιστημονικό, περιεχόμενο.
Επίσης μπορούσαν να καινοτομούν εισηγούμενοι νέες έννοιες: π.χ. η έννοια του Απείρου στον Αναξίμανδρο. Οι πρώτοι αυτοί επιστήμονες αντιμετώπισαν τον Κόσμο με θαυμασμό αλλά και αφοβία και έθεσαν διά παντός τα θεμέλια του επιστημονικού στοχασμού. Εκφράστηκαν συχνά σε μια ανεπανάληπτη ποιητική γλώσσα και ενσάρκωσαν το (εξαφανισμένο σήμερα) είδος του επιστήμονα-ποιητή, το οποίο, αν είχε εξακολουθήσει να υφίσταται, ίσως δεν θα βιώναμε τις τόσες αρνητικές παρενέργειες τών συγχρόνων επιστημονικών εφαρμογών.
Χωρίς να βάλλουν ευθέως εναντίον της, οι επιστήμονες της Ιωνίας έδωσαν το πρώτο καίριο χτύπημα του ορθολογισμού στη θρησκεία: π.χ. ο Θαλής με τις μαθηματικές του γνώσεις προέβλεπε εκλείψεις Ηλίου (κάτι που για τον πολύ κόσμο ισοδυναμούσε με το να γνωρίζεις τις κινήσεις ενός «θεού») ενώ ο Ηράκλειτος είπε, ότι τον κόσμο αυτόν δεν τον δημιούργησε κανείς αλλά, υπήρχε ανέκαθεν σαν μια φωτιά που ανάβει και σβήνει με ρυθμό (2).
Ο Ηράκλειτος επιτέθηκε επίσης στη λατρεία των αγαλμάτων (απ. 5), αρνείτο τη θεϊκή προέλευση των ονείρων (απ. 89), την τελετουργική κάθαρση (απ. 69), ενώ άσκησε κριτική στην τέλεση των μυστηρίων (απ. 14) και των ταφικών τελετών (απ. 96, «νέκυες κοπρίων εκβλητότεροι»).
Η γενικότερη αντίληψη των προσωκρατικών περί θείου δεν είχε καμία σχέση με την συνήθη του περισσότερου κόσμου: για τους περισσότερους προσωκρατικούς το θείον ήταν απλώς μια επιστημονική υπόθεση εργασίας και όχι κάτι με το οποίο συνδιαλέγονταν μέσω κάποιας λατρευτικής, ή άλλης πρακτικής. Ειδικά στα φερόμενα ως αποσπάσματα των φυσικών φιλοσόφων (Θαλής, Δημόκριτος, Ηράκλειτος κ.α.), δεν θα βρούμε καμία προτροπή σε λατρεία του θείου (κάτι που, αντιθέτως, συναντούμε συχνά σε μυστικιστές όπως ο Πυθαγόρας).
Η απομυθοποίηση της θρησκείας: Συνεχιστές των πρώτων ελλήνων επιστημόνων υπήρξαν οι λεγόμενοι Σοφιστές. Αποτελούν το τελευταίο και μεγαλύτερο κύμα του κλασικού επιστημονικού στοχασμού και η κοσμοϊστορικής σημασίας δράση τους έχει πιστοποιηθεί τουλάχιστον στην Αθήνα του ε’ αι. π.κ.ε.. Αν οι Φυσικοί Φιλόσοφοι της Ιωνίας είχαν αποθρησκειοποιήσει τον Μύθο, οι Σοφιστές σαν άξιοι συνεχιστές τους απομυθοποιούν τη θρησκεία.
Η όλη διαδικασία (αποθρησκειοποίηση του Μύθου και απομυθοποίηση της θρησκείας) αποτελεί ένα εξελικτικό άλμα πρωτόγνωρο στην ανθρώπινη ιστορία. Η προέλευση της θρησκείας αναζητάται με ψυχρό επιστημονικό τρόπο στον ανθρώπινο φόβο, στην αφέλεια και στην άγνοια: ήδη κατά τον εισηγητή της ατομικής θεωρίας Δημόκριτο από τα Άβδηρα, μόνο ο φόβος, που προξενούσε η βροντή, η αστραπή και τα παρόμοια φαινόμενα έκανε τους ανθρώπους να σκέφτονται, ότι τα προκαλούν κάποιοι θεοί (Σέξτος Εμπειρικός, Προς μαθηματικούς, IX 24) ενώ ο σοφιστής Πρόδικος από την Κέα τοποθετεί την αρχή της θρησκείας, στο ότι τα ωφέλιμα και ευεργετικά πράγματα, είτε αποδίδονταν σε κάποιον θεό (ιατρική, θέατρο κ.α.) είτε –συχνότερα- θεωρούνταν τα ίδια θεοί (Ήλιος, φωτιά, κρασί κλπ.) (3).
Αν οι Φυσικοί Φιλόσοφοι της Ιωνίας είχαν αποθρησκειοποιήσει τον Μύθο, οι Σοφιστές σαν άξιοι συνεχιστές τους απομυθοποιούν τη θρησκεία. Η όλη διαδικασία (αποθρησκει-οποίηση του Μύθου και απομυθοποίηση της θρησκείας) αποτελεί ένα εξελικτικό άλμα πρωτόγνωρο στην ανθρώπινη ιστορία.
Κατά τον Αναξαγόρα από τις Κλαζομενές ο Ήλιος δεν είναι παρά «λίθος διάπυρος» και η Σελήνη δεν είναι αυτόφωτη αλλά, αντανακλά το ηλιακό φως, απόψεις, που λέγεται, ότι προκάλεσαν τη δικαστική δίωξή του. Απέφυγε –λέγεται- την θανατική καταδίκη μόνο χάρις στην παρέμβαση του φίλου του Περικλή αλλά, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα (4).
Η περιρρέουσα σοφιστική ατμόσφαιρα είχε καταστήσει εμφανή και την υποκρισία κάποιων αρχομανών: μια ομολογία για την προέλευση της θρησκείας, που έχει ιδιαίτερη σημασία αφού προέρχεται από άνθρωπο της στυγνής εξουσίας (τον, μαθητή του Σωκράτη, τύραννο Κριτία), περιγράφει απροκάλυπτα τη θρησκεία ως πολιτική επινόηση για να ενσταλαχθεί ο εσωτερικός φόβος στους υπηκόους! (Σίσυφος 25, 9 κ.ε.).
Οι Σοφιστές (π.χ. ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο) χρησιμοποιούν συχνά τον Μύθο για να εκφράσουν τη σκέψη τους, όπως οι πνευματικοί πρόγονοί τους φιλόσοφοι εκφράζονταν ποιητικά μέσα από τις θεμελιώδεις έννοιες του Μύθου.
Ο ακραίος ανθρωπομορφισμός του ελληνικού Μύθου (ο οποίος έλαβε διαστάσεις ανυπέρβλητης καλλιτεχνικής αισθητικής) είχε ήδη προετοιμάσει το έδαφος για το γνωστό ανθρωποκεντρικό απόφθεγμα του Πρωταγόρα «πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν»: πλέον δεν αναγνωρίζονται απόλυτες αλήθειες και άρα τα πάντα είναι σχετικά και υπό έρευνα (ακόμη και τα θεωρούμενα ως αυτονόητα). Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι νόμοι, οι θεοί κ.λ.π. δεν είναι παρά συμβάσεις, που ποικίλουν ανάλογα με τις ανθρώπινες εκτιμήσεις και ανάγκες.
Μέσω τής αντίθεσης νόμου- φύσης η θρησκεία δέχεται πλέον μια ευθεία επίθεση: ο Πλάτων παραπονείται (Νόμοι 889e) για τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό εκείνων που ισχυρίζονται ότι, «οι θεοί είναι ανθρώπινες επινοήσεις που δεν υπάρχουν στη φύση αλλά υπάρχουν μόνο χάρις στα έθιμα και στους νόμους και επιπλέον διαφέρουν από τόπο σε τόπο και ανάλογα με τη συμφωνία που έκανε η κάθε ανθρώπινη ομάδα όταν θέσπιζε τους νόμους της».
Το παραπάνω απόσπασμα του Πλάτωνα μαρτυρεί την σημαντική επίδραση των Σοφιστών στην αθηναϊκή κοινωνία, η οποία εκδηλώθηκε ως απροκάλυπτη αθεϊα σύγχρονου τύπου. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε, ότι στην αρχαία Ελλάδα σημειώνεται η πρώτη εμφάνιση του αθεϊσμού στην Ιστορία.
Από εκεί μέχρι το διαζύγιο θρησκείας και ορθολογισμού, η κάλυψη της απόστασης ήταν απλώς θέμα λίγου χρόνου. Με την σοφιστική σκέψη οι οποιεσδήποτε θεϊκές οντότητες εξορίζονται από την φύση και την κοινωνία. Π.χ. ο Αντιφών στο έργο του Αλήθεια (απ. 12) αρνήθηκε την ύπαρξη θείας πρόνοιας, κάτι που από την άποψη τής φιλοσοφικής συλλογιστικής σήμαινε αυτομάτως και την απόρριψη της μαντικής (την οποία είχε ήδη αρνηθεί σχεδόν έναν αιώνα πριν ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος). Αλλά η απόρριψη της μαντικής πλάνης αποτελούσε επίσης μια συνέπεια της γενικότερης άρνησης των Σοφιστών να αποδώσουν οποιονδήποτε ρόλο στους θεούς.
Είναι λογικό να αναρωτηθεί κανείς ποιά η διαφορά ανάμεσα σε θεούς που δεν επεμβαίνουν στον κόσμο και σε θεούς που δεν υπάρχουν καθόλου. Το ερώτημα είχε απασχολήσει και τους αρχαίους. Ήσαν οι Σοφιστές άθεοι; Συχνότατα τους αποδιδόταν η προσωνυμία-κατηγορία της αθεϊας: π.χ. ο Διαγόρας ο Μήλιος αναφέρεται πάντα ως Διαγόρας ο άθεος, ενώ και ο Πρόδικος θεωρείτο άθεος σε όλη την αρχαιότητα.
Ο Πλάτων πάντως θεωρούσε την αρκετά διαδεδομένη έλλειψη πίστης στην ύπαρξη θεών, απόρροια της δράσης των Σοφιστών και σε ένα θρησκόληπτο ξέσπασμα (Νόμοι 908, b-e) λέει, ότι οι άθεοι χρήζουν νομοθετικής νουθεσίας και περιορισμού.
Πρωταγόρας, ο σοφιστής, που με μια μόνο φράση «προσγείωσε» ανώμαλα και μια για πάντα, τους «μεταφυσικούς» όλων των εποχών. Δεν είναι ανεξήγητο, που δεν έχει διασωθεί τίποτε από όσα έγραψε.
Η περίφημη ρήση του Πρωταγόρα από το –χαμένο από την αρχαιότητα- βιβλίο του Περί θεών («σχετικά με τους θεούς δεν μπορώ να εξακριβώσω αν υπάρχουν ή όχι, ή ποιά είναι η μορφή τους, γιατί είναι πολλά τα πράγματα που εμποδίζουν να τούς γνωρίσουμε, η αβεβαιότητα και το βραχύ του βίου»(5)) είναι αντιπροσωπευτική περίπτωση αγνωστικισμού, που βγάζει άχρηστη και χάσιμο χρόνου (τουλάχιστον για τον επιστήμονα) κάθε θεολογική αναζήτηση.
Από την εμφάνιση της επιστημονικής σκέψης στην Ιωνία μέχρι τον Σοφιστικό Διαφωτισμό (ένα διάστημα περίπου 200-250 ετών) , η γνωσιολογική εγκυρότητα που αποδίδεται στη θρησκεία ακολουθεί μια εμφανώς φθίνουσα πορεία. Η αμφισβήτηση της θρησκείας από τους Σοφιστές ολοκληρώνει τον κλασικό κύκλο του ελληνικού πνεύματος και αποτελεί την μεγαλύτερη πνευματική κατάκτηση για λογαριασμό της ανθρωπότητας.
Η σημασία της αμφισβήτησης της θρησκείας θα μπορούσε να θεωρηθεί για την εξέλιξη τού ανθρώπινου είδους ως το ψυχοπνευματικό ισοδύναμο της ανακάλυψης της φωτιάς, ή του τροχού. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι στην αρχαία Ελλάδα τέθηκαν δια παντός οι πνευματικές προϋποθέσεις για το περίφημο Ξεπέρασμα Της Θρησκείας και για την εισαγωγή της ανθρωπότητας σε ένα νέο εξελικτικό στάδιο. Όχι όμως και οι ψυχικές. Και ενώ από τα τέλη του ε΄ αι. π.κ.ε. η θρησκεία θα έπρεπε να θεωρείται μια τελειωμένη υπόθεση για τον πολιτισμό, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Η κατάσταση της θρησκείας στην κλασική εποχή: Η διαμόρφωση της ελληνικής θρησκείας σε θρησκεία της πόλης, αποτελεί το προτελευταίο στάδιο της κατάπτωσής της (το τελευταίο είναι η γελοιωδέστατη θεοποίηση των Μακεδόνων βασιλιάδων και η ελληνιστική θεοποίηση της τύχης). Η θρησκεία έχει απωλέσει σε μεγάλο ποσοστό τον πρότερο «αγνό» αγροτικό της χαρακτήρα και έχει μπει πλέον για τα καλά στην υπηρεσία των πολιτικών σκοπιμοτήτων και ειδικά της εξωτερικής πολιτικής: βρισκόμαστε στο σημείο όπου ο αθηναίος προσεύχεται στην Πρόμαχο Αθηνά για να ξεκοιλιάσει τον σπαρτιάτη, ο οποίος προσεύχεται για τον ίδιο λόγο στην Χαλκίοικο Αθηνά.
Φυσικά αυτά θυμίζουν ήδη θρησκείες νεώτερου τύπου (βλ. χριστιανισμό). Ενώ λίγο πριν τη μακεδονική επικράτηση σημειώνεται και η εμφάνιση τού φαινομένου των αποκληθέντων «ιερών πολέμων» μεταξύ διαφόρων πόλεων, για τον έλεγχο του διεφθαρμένου (κατά περίπτωση περσόφιλου, σπαρτιατόφιλου, μακεδονόφιλου κλπ.) μαντείου των Δελφών.
Μια τέτοια θρησκεία προκαλούσε προβληματισμό, τουλάχιστον σε όσους είχαν δεχτεί την επιρροή της σοφιστικής αντίληψης. Ο σοφιστικός ορθολογισμός (ή διαφωτισμός όπως έχει συχνότατα αποκληθεί) είχε προκαλέσει τεράστια αίσθηση. Σε πολλά θεατρικά έργα της εποχής (και ειδικά στον Ευριπίδη(6)) βρίσκει κανείς αποτυπωμένη την σοφιστική επίδραση.
Ωστόσο, η απόδοση τιμών στους πολιούχους θεούς –έστω και προσποιητή, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει τό τί πίστευε κάποιος πραγματικά- ήταν περίπου υποχρεωτική και η άρνησή της μπορούσε να επισύρει την κατηγορία της ασέβειας και το σύρσιμο του «ασεβούς» στο δικαστήριο.
Ειδικά σε μια κατάσταση μακροχρόνιου πολέμου, όπως ο Πελοποννησιακός, ο «ασεβής» θα έπρεπε να πείσει, ότι δεν είναι προδότης κι ότι ο σκεπτικισμός του δεν επιφέρει την δυσμένεια των θεών της πόλης (δηλαδή, κατά το κοινώς λεγόμενο, να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας…). Σε αυτά τα πλαίσια οι Σοφιστές θεωρήθηκαν ασεβείς και ανεπιθύμητοι. Θεωρήθηκε ότι υπέσκαπταν την πίστη στους θεούς, που υποτίθεται, ότι προστάτευαν την πόλη.
Ειδικά η έλλειψη πίστης στο υπερφυσικό και η διδασκαλία της αστρονομίας στιγματίζονταν κοινωνικά από την δεισιδαίμονα πλειοψηφία. Μάλιστα οι αθηναίοι είχαν χάσει το στρατηγικό πλεονέκτημα στη Σικελία εξαιτίας μιας πρόληψης, που ερμήνευσε μια σεληνιακή έκλειψη ως κακό οιωνό για αιφνιδιαστική επίθεση στις Συρακούσες (το άμεσο αποτέλεσμα ήταν η ολοσχερής καταστροφή του εκστρατευτικού τους σώματος, το οποίο αποτελείτο από το άνθος της αθηναϊκής νεολαίας).
Το βέβαιο είναι, ότι μετά την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο οι Σοφιστές έχουν πια εγκαταλείψει την πόλη, αφού –με, ή χωρίς δικαστικές διώξεις- το κοινωνικό και πνευματικό κλίμα είχε μεταστραφεί γι’ αυτούς σε ιδιαιτέρως αφιλόξενο (ίσως και εχθρικό).
Η παλινδρόμηση της ελληνιστικής κοινωνίας στη θρησκεία: Η φυγή των Σοφιστών δασκάλων από την πνευματική πρωτεύουσα όλων των εποχών, την Αθήνα, συνοδεύτηκε από φαινόμενα θρησκευτικής παλινδρόμησης. Ενώ στον ε’ αι. π.κ.ε. έχουν διαπιστωθεί πολύ λίγα παραδείγματα πίστης στην μαγεία, στον δ΄ αι. πρακτικές όπως η «κατάδεσις» (για τις κατάρες), ή οι μαγικές επιθέσεις (το γνωστό «βουντού», με κέρινα, τότε, ομοιώματα) παρουσιάζουν μια ραγδαία διάδοση (7).
Παράλληλα από τα τέλη του ε΄ αι. αιώνα εκδηλώνεται μια αύξηση της ζήτησης για ξένες λατρείες. Έτσι εισάγονται στην Αθήνα η λατρεία της φρυγικής Κυβέλης, της θρακικής Βενδίδος, του θρακοφυγικού Σαβαζίου κλπ. Επίσης η αυξημένη ζήτηση για μαγικές θεραπείες μεταμόρφωσε έναν μέχρι τότε δευτερεύοντα ήρωα, τον Ασκληπιό, σε σημαντικό θεό (7).
Παρ’ όλα αυτά η σοφιστική επίδραση έχει αφήσει τα σημάδια της σε αρκετούς ανθρώπους και έτσι διαπιστώνεται (μέσα από τα επιτύμβια επιγράμματα) ένας ισχυρός σκεπτικισμός για την μετά θάνατον ζωή (μάλιστα μέχρι τον α΄ αι. π.κ.ε. η πίστη στη μετά θάνατον ζωή έχει φτάσει να θεωρείται, τουλάχιστον από τους μορφωμένους, παραμύθι για αφελείς και μόνο στη ρωμαϊκή εποχή σημειώνεται μια αναζωπύρωση των σχετικών δοξασιών (8)).
Την ίδια περίοδο ένας φιλόσοφος του ελληνικού φιλοσοφικού περιθωρίου, ο Πλάτων, προσπαθεί να ακολουθήσει τη «μέση» οδό ανάμεσα στην σοφιστική αθεϊα και στη λαϊκή δεισιδαιμονία και να «εξορθολογίσει» τη θρησκεία. Οι μέθοδοί του περιλαμβάνουν παραχωρήσεις προς την συμβατική θρησκεία και πνευματική χειραγώγηση από την παιδική ηλικία.
Αλλά και χρήση βίας εναντίον όσων αμφισβητούν την αξία της θρησκείας εν γένει (Νόμοι 907D-909D). Ωστόσο ο Πλάτων παρεκτρέπεται σε θέσεις εντελώς ξένες προς την ελληνική φιλοσοφική παράδοση και το ελληνικό πνεύμα: στους Νόμους (Δ, 716c 4-6) θα αντιστρέψει ασιατικότατα την πασίγνωστη μνημειώδη έκφραση του Πρωταγόρα λέγοντας ότι, το μέτρο των πάντων δεν είναι ο άνθρωπος αλλά ο… θεός, ενώ στον Τίμαιο εισηγείται την πρωτοφανή -και χυδαία- για έλληνα αντίληψη ότι, ο Κόσμος δεν είναι αγέννητος και αθάνατος αλλά κατασκευάστηκε από έναν θεό Δημιουργό… (δεν είναι τυχαίο ότι ο χριστιανισμός θεωρεί τον Πλάτωνα – φυσικά και τον Σωκράτη- κάτι σαν προ Χριστού άγιο).
Ενώ η Πολιτεία που οραματίστηκε δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια σκυθρωπή θεοκρατούμενη ουτοπία, από την οποία ειδικά οι ποιητές είναι παντοτινά εξορισμένοι. Μορφές λιγότερο, ή περισσότερο εξορθολογισμένης θρησκευτικότητας θα εισηγηθούν φιλοσοφικές σχολές, όπως το Λύκειο, ο Κήπος, ή η Στοά, που, ωστόσο, θα προτρέπουν στη τήρηση των εξωτερικών (δημόσιων) τύπων της λατρείας.
Αλλά αν δεν απομακρυνθεί εντελώς κανείς από τη θρησκεία δεν μπορεί να εξασφαλιστεί από τη δεισιδαιμονία: έτσι ο Στωικισμός εξακολουθεί να δέχεται την ύπαρξη θείας πρόνοιας και προδιαγεγραμμένης μοίρας, ενώ ο Αριστοτέλης θεωρεί (όπως και ο Πλάτων) τα άστρα θεούς.
Η αναπαραγωγή τέτοιων δεισιδαιμονιών άνοιξε αργότερα διάπλατες τις πύλες στην ανατολίτικη αστρολογία και μοιρολατρεία και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην επιστημονική μέθοδο: π.κ.ε. η Στοά προκειμένου να επιτύχει τον εξοβελισμό τής ηλιοκεντρικής θεωρίας, που εισηγήθηκε τον 3ο αιώνα π.κ.ε. ο Αρίσταρχος από τη Σάμο, θα χρησιμοποιήσει κάθε επιρροή που διέθετε (είναι γνωστό ότι σε αντίθεση π.κ.ε. με τους Επικούρειους, οι Στωικοί γινόντουσαν «τής προσκολλήσεως» σε διάφορους μεγαλυναρίους, βασιλιάδες, αυτοκράτορες, επάρχους κλπ).
Η ηλιοκεντρική θεωρία αν είχε γίνει αποδεκτή θα ανέτρεπε τα θεμέλια της στωικής θρησκείας και της ίδιας της αστρολογίας (7). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρ’ όλο που η Επιστήμη (ιατρική, μηχανική κλπ) γνώρισε στην ελληνιστική εποχή μια άνευ προηγουμένου ανάπτυξη (όπως άλλωστε και στην πρόσφατη χριστιανική εποχή), την ίδια στιγμή αυτοφρεναριζόταν. Ταυτόχρονα η συμβατική δημόσια λατρεία εξακολουθούσε να τελείται (όπως και σήμερα η χριστιανική) από κεκτημένη ταχύτητα, έχοντας χάσει το μεγαλύτερο μέρος του «νοήματός» της (ό,τι και αν σημαίνει η λέξη «νόημα»).
Παρά τις επιστημονικές ανακαλύψεις, η Κληρονομική Θρησκευτική Συσσώρευση του Αρχαίου Κόσμου παρέμεινε όρθια σε μεγάλο μέρος της και στη ρωμαϊκή εποχή: τα μεγαλύτερα πνεύματα της ύστερης αρχαιότητας (Πλωτίνος, Λιβάνιος, Ιουλιανός κ.α.) πιστεύουν στην ύπαρξη δαιμόνων και στη μαγεία(9).
Έτσι δεν είναι τυχαίο που δεν μπόρεσαν να αντιτάξουν αποτελεσματική ορθολογική άμυνα απέναντι στην επερχόμενη χριστιανομεσαιωνική λαίλαπα. Οι τελευταίοι νεοπλατωνικοί μάλιστα, όπως ο Πορφύριος, δέχθηκαν ως βασική γνωσιολογική συνθήκη την σκοταδιστική χριστιανική έννοια της πίστης, κάτι που εξάλειψε και την τελευταία σημαντική διαφορά της ελληνίζουσας φιλοσοφίας με τον χριστιανισμό (9).
Η Φιλοσοφία τους τελευταίους προχριστια-νικούς αιώνες είχε καταντήσει φλύαρη μεταφυσική. Οι πιο πολλοί φιλόσοφοι ασχολούνταν με τον μυστικισμό, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στον Χριστιανισμό. Ο Πλωτίνος (γ΄ αι. μ.κ.ε.) στην προσωπική του ζωή ασκήτευε, φαίνεται όμως, πως τόσο πολύ είχε απομονωθεί, ώστε ενίοτε πάθαινε παρακρούσεις. Δίδασκε, ότι ο άνθρωπος προσωρινά μένει στον επίγειο κόσμο, ο προορισμός του είναι να φύγει και να συναντηθεί με το θεό, το οποίο μπορεί να επιτύχει μόνο με καθαρμούς, με ασκητικό βίο και με το βυθισμό του σε έκσταση.
Επι πλέον αρνιόταν να γιορτάσει τα γενέθλιά του, διότι πίστευε, ότι η ημέρα των γενεθλίων πρέπει να είναι ημέρα πένθους. Το ίδιο ακολούθησε κι ο χριστιανισμός αργότερα, που γιορτάζει την ημέρα θανάτου –κι όχι γέννησης- του κάθε αγίου.
Ο Χριστιανισμός ήταν απλώς εκείνος που γέλασε τελευταίος (και χαιρέκακα), σε ένα δράμα, το οποίο είχε αρχίσει με την φυγή των Σοφιστών από την Αθήνα στα τέλη του ε΄ αι. π.κ.ε. Το δράμα αυτό της σύγκρουσης του ορθολογισμού με την θρησκεία, έχει πάρει έκτοτε πολλές τροπές στην ανθρώπινη ιστορία. Κατά τον μεγάλο Ιρλανδό ελληνιστή E.R. Dodds θα μπορούσε να τού δοθεί ο τίτλος «Ο Φόβος μπροστά στην Ελευθερία» (7).
Από τότε η διαβολή κατά των Σοφιστών δεν έχει σταματήσει. Εναντίον τους, οι θρησκευόμενοι όλων των εποχών και όλων ανεξαιρέτως των θρησκειών -οι οποίοι υπό άλλες συνθήκες αλληλοσφάζονται- υπήρξαν ανέκαθεν σύμμαχοι. Τα έργα των Σοφιστών δεν χρειάστηκε να καταστραφούν, όπως άλλων (π.χ. όπως αυτά των, πιό συμβιβαστικών με τη θρησκεία αλλά όχι και με τους μεταφυσικούς μπαμπούλες, Επικουρείων) από τον χριστιανικό σκοταδισμό, αφού ήδη είχαν σταματήσει να αντιγράφονται και άρα να διατηρούνται στις βιβλιοθήκες.
Αυτή η έλλειψη συντήρησης τού έργου των Σοφιστών (καθώς και αυτού τών προκατόχων τους, Φυσικών φιλοσόφων) οφειλόταν σε επιλογή τού προχριστιανικού κόσμου, που τελικώς δεν κατόρθωσε να υπερβεί τούς φόβους του απέναντι στο «υπερφυσικό» και στην πλήρη υπαρξιακή ελευθερία. Αντιθέτως, έργα π.χ. σαν τού μεγάλου αντιπάλου τών Σοφιστών, δηλαδή τού Πλάτωνα, διατηρήθηκαν γιατί εξυπηρετούσαν τη θρησκοληψία, τόσο της Αρχαίας, όσο και -με λίγες τροποποιήσεις – της Χριστιανικής Εποχής.
NI DIEU NI MAITRE: ΟΥΤΕ ΘΕΟΣ ΟΥΤΕ ΑΦΕΝΤΗΣ: Ένα
από τα γνωστότερα συνθήματα του Μάη του ’68. Ο συσχετισμός θρησκείας –
εξουσιασμού είχε θεμελιωθεί για πρώτη φορά στην Ιστορία από το
Διαφωτισμό των Σοφιστών του ε΄ αι. π.κ.ε. Ο απεγκλωβισμός της
πολιτικής σκέψης από τη Θρησκεία υπήρξε ένα από τα ανεκτίμητα
κληροδοτήματα των Σοφιστών προς την ανθρωπότητα. Το κληροδότημα αυτό είχε επιμελώς αποκρυφθεί επί χιλιετίες και επανανακαλύφθηκε μόλις στην πολύ πρόσφατη εποχή.
«Και τα κόκκαλα των Σοφιστών έγιναν σκόνη εδώ και αιώνες κι αυτά που είπαν έγιναν σκόνη μαζί τους κι η σκόνη τους θάφτηκε κάτω από τα ερείπια τής Αθήνας μέσα απ’ την παρακμή και την πτώση της και την παρακμή και την πτώση της Μακεδονίας, της Αρχαίας Ρώμης, του Βυζαντίου, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις πιο σύγχρονες πολιτείες. Κι η σκόνη τους θάφτηκε τόσο βαθιά με τόση τελετουργία και κακία […]»
ΠΗΓΗ: © Θοδωρής Λαμπρόπουλος. (ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ)
—————-
Σημειώσεις
(1) James Hillman, Ο Παν κι ο εφιάλτης, εκδόσεις Αρχέτυπο 2003.
(2) «Τόνδε κόσμον, τον εαυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν αλλ’ ην αεί και έσται πυρ απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα». Καταβάλλεται προσπάθεια από διάφορους απλοϊκά σκεπτόμενους, («νεοδωδεκαθεϊστές») που προσπαθούν να αιτιολογήσουν τον ελληνικό πολιτισμό ως δήθεν οφειλόμενο στην ελληνική θρησκεία, να παρουσιαστή ο Ηράκλειτος ως… θρησκευόμενος. Τα κυριότερα επιχειρήματά τους έχουν να κάνουν με την ιδιότητά του ως ιερέως της Ελευσινίας Δήμητρος και με το ότι δήθεν αφιέρωσε το σύγγραμμά του Περί Φύσεως στον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Η αλήθεια, που σκοπίμως παραλάσσεται είναι, ότι ο Ηράκλειτος έφερε κληρονομικά (=αναγκαστικά) το αξίωμα του ιερέως της Ελευσινίας Δήμητρος (λόγω της αθηναϊκής καταγωγής του πατέρα του), το οποίο όμως παραχώρησε στον αδελφό του και ότι κατέθεσε (και δεν αφιέρωσε) το βιβλίο του «Περί Φύσεως» στον ναό της Αρτέμιδος (το κατέθεσε εκεί για φύλαξη ώστε, να μην πέση σε ανίερα χέρια, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων).
(3) Για τις απόψεις του Πρόδικου βλ. Κικέρων De Natura Deorum 1, 42, 118, Σέξτος Εμπειρικός Προς Μαθηματικούς. 9, 18 και 39-41 και 51. Για μια εκτεταμένη παρουσίαση της στάσης των σοφιστών απέναντι τη θρησκεία βλ. το, πλήρες παραπομπών, τού W.K.C. Guthrie, Οι Σοφιστές, σ. 290-291, εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ. 1991.
(4) Πρέπει πάντως να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί σχετικά με τέτοιες «μαρτυρίες», οι οποίες προέρχονται εξ΄ ολοκλήρου από τον Πλούταρχο και τον Διογένη Λαέρτιο, ανθρώπους που έζησαν πέντε-έξι αιώνες μετά τα γεγονότα, ή «γεγονότα». Δεν υπάρχει ούτε μία από τις –πάμπολλες- πρωτογενείς ιστορικές πηγές, που να αναφέρουν κάτι περί δικαστικών διώξεων των φιλοσόφων.
Οι «μαρτυρίες» του Πλουτάρχου και του Διογένη Λαέρτιου έχουν αποδυναμωθεί σε μεγάλο ποσοστό σήμερα ως αστήρικτες και αντιφατικές από πολλούς διακεκριμένους κλασικιστές όπως η Μαίρη Λέφκοβιτς, ο Τζον Μπαρνέτ κ.α.. -
Οι υποτιθέμενοι «διωγμοί» των φιλοσόφων στην αρχαία Αθήνα θεωρούνται σήμερα επινόηση των λογίων της ρωμαϊκής εποχής, προκειμένου να ηρωοποιηθεί ο καταδικασθείς Σωκράτης δια της μείωσης των Αθηναίων, ως δικομανούς όχλου που δήθεν δίωκε γενικώς τη φιλοσοφία.
Για την ιστορία ας αναφέρουμε ότι ο Σωκράτης δεν καταδικάστηκε για τις αντιλήψεις του (μύθο τον οποίο «πέρασαν» εντέχνως διάφοροι πλατωνίζοντες λόγιοι και αναπαράγουν έκτοτε οι επίγονοί τους χριστιανοί παπάδες) αλλά, επειδή με τη διδασκαλία του είχε εκθρέψει τυράννους και προδότες της Αθήνας, όπως ο αιμοσταγής Κριτίας, ή ο Αλκιβιάδης. Για περισσότερα σχετικά με τις πιθανολογούμενες δικαστικές διώξεις των φιλοσόφων στην αρχαία Αθήνα βλ. το εξαιρετικό «Η δίκη του Σωκράτη» τού I. F. Stone, εκδόσεις Νέα Σύνορα –Λιβάνη.
(5) «Περί μέν θεών ουκ έχω ειδέναι, ούθ’ ως εισίν ούθ’ ως ουκ εισίν ούθ’ οποίοί τινες ιδέαν: πολλά γάρ τά κωλύοντα ειδέναι ή τ’ αδηλότης καί βραχύς ών ο βίος τού ανθρώπου».
(6) Π.χ. στον Ορέστη (418) απαντάται η αγνωστικιστική φράση «ό,τι κι αν είναι οι θεοί» και μάλιστα σε ένα σημείο του έργου όπου ασκείται τολμηρή κριτική στις θεϊκές δυνάμεις. Επίσης στον Βελλεροφόντη (απ. 286) εκφράζεται μια πλήρης έλλειψη πίστης στους θεούς, όπου δηλώνεται ευθέως ότι δεν υπάρχουν θεοί, αφού με μια απλή ματιά διαπιστώνεται ότι, οι τύραννοι και οι φαύλοι ευημερούν σε αντίθεση με τους ευσεβείς και ότι, μικρές πόλεις που τιμούν τους θεούς υποτάσσονται σε μεγαλύτερες και αλαζονικότερες. Επίσης στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη μια γυναίκα κατηγορεί ευθέως τον Ευριπίδη για αθεϊα (450 κ.ε): «στις τραγωδίες του πείθει τούς ανθρώπους ότι οι θεοί δεν υπάρχουν».
(7) Για μια αναλυτική παρουσίαση της θρησκευτικής παλινδρόμησης του 3ου αι. π.κ.ε., βλ. Ε.R. Dodds, Οι Έλληνες και το Παράλογο κεφ. 8, εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1996.
(8) Για περισσότερα βλ. A.-J. Festugiere, Ο Επίκουρος και οι θεοί του, σ. 39-41, εκδόσεις Θύραθεν, 1998.
(9) Για μια αναλυτική παρουσίαση της σύγκλισης νεοπλατωνισμού και χριστιανισμού βλ. Ε.R. Dodds, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1995.
(10) Εκδόσεις Κάκτος, 1994
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου