Περί της φοβερής και τρομερής μυθολογίας Κθούλου, τέκνου ενός πολύ ιδιαίτερου ανθρώπου, διαβάστε εδώ: Η μυθολογια Κθουλου
O Χρυσός Θεός του Νησιού
by Γιώργος Ιωαννίδης
*μια ιστορία της Μυθολογίας Κθούλου
βασισμένη σε πραγματικό όνειρο
Τα μαύρα νερά του ωκεανού ήταν κρυστάλλινα σαν το καθαρό γυαλί ενός καθρέπτη. Η νύχτα απλώνονταν σε όλο το μήκος της περιοχής και το μάτι με δυσκολία μπορούσε να αντικρίσει τον ορίζοντα επιτρέποντας μου μονάχα να δω την παράξενη κίνηση που διέτρεχε κάτω από τα πόδια μου.
Δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο τρόπο ταξίδευα πάνω από τα νερά. Η αίσθηση που μου έδινε όμως ήταν πως πετούσα όρθιος, σαν να γλιστρούσα σπρωγμένος από αφανή χέρια προς μια άγνωστη κατεύθυνση. Και εκεί χαμηλά, κάπου κάπου διέκρινα λίγες ανάσες κάτω από τα δάχτυλα μου να ταξιδεύουν μαζί μου σαν δελφίνια, ψυχές – πνεύματα ανθρώπων που σαν κοπάδι ακολουθούσαν το ίδιο ρεύμα προς εκείνη την άγνωστη κατεύθυνση μέσα στην καρδιά της νύχτας.
Και να, πίσω από την οροσειρά του σκοταδιού άρχισαν να διαγράφονται ορισμένες μορφές – στην αρχή ήταν μερικά ψηλά δέντρα, έπειτα οι άγριοι βράχοι, σύντομα μπορούσα να δω πώς τα κύματα χτυπούσαν την παραλία του νησιού. Έμοιαζε με πίνακα του Άρνολντ Μπαίκλιν ή τέλος πάντων με κάτι που ένας παλιός καλλιτέχνης θα ζωγράφιζε παρά με μια φυσική τοποθεσία αυτού του κόσμου. Βέβαια αν εγώ που κατευθυνόμουν εκεί είμαι αληθινός άλλο τόσο πρέπει να είναι και εκείνο…
Το ταξίδι τελικά συνέχισε ανενόχλητο μέχρι που οι ψυχές χάθηκαν και τα πόδια μου ακούμπησαν την λεπτή άμμο της παραλίας. Από το δάσος που απλωνόταν μπροστά μου ξεμυτούσαν λαξεμένες πέτρες και καθώς άρχισα να περιπλανιέμαι ανάμεσα τους, ξεχώρισα τα συνθλιμμένα κομμάτια από αγάλματα μιας εντελώς άγνωστης τεχνοτροπίας που με δυσκολία μπορούσα να αντιληφθώ αν παρίσταναν κάποτε γυναίκες, άνδρες ή κτήνη. Το νησί έμοιαζε άδειο και πέρα από κάθε αμφιβολία ήτανε αρχαίο…
Δεν σταμάτησα την περιπλάνηση παρόλ’ αυτά και συνέχισα να ακολουθώ το μονοπάτι που άνοιγε μπροστά μου. Ήμουν ο μοναδικός που έκανε θόρυβο εκεί – δεν υπήρχαν πουλιά, δεν υπήρχαν ερπετά, δεν υπήρχε τίποτα ζωντανό. Μονάχα ο ουρανός και οι λάμψεις των άστρων φρόντιζαν τον ξεχασμένο αυτό τόπο … όπως και μια μυστηριώδης λάμψη που ξαφνικά διέκρινα ανάμεσα στις φυλλωσιές όσο βάδιζα πιο βαθιά μέσα στη ζούγκλα.
Σαν την μύγα λοιπόν που πλησιάζει στο φως αγνοώντας πως θα την σκοτώσει, έτσι και εγώ με την ίδια περιέργεια τράβηξα για εκείνο το φως μέσα στη νύχτα.
Χρειάστηκε να σκαρφαλώσω πέτρες σκαλισμένες με επιγραφές, πεσμένους κορμούς δέντρων, ερείπια βλάστησης από μια αρχαία εποχή, μέχρι που έφτασα στην πηγή των αχτίδων που σαν δεύτερο φεγγάρι γέμιζε την νύχτα. Ήταν ένα χρυσό κατασκεύασμα που η πολυτέλεια του έμοιαζε με παλάτι. Δεν ήταν κάτι που ανθρώπινο μάτι έχει ξαναδεί βέβαια. Δεν περιβάλλονταν από γλυπτά ή διάκοσμο και η γεωμετρία του ήταν εντελώς ξένη σε ότι η σκέψη έχει λέξεις όχι μόνο για να περιγράψει αλλά και για να αντιληφθεί. Γι’ αυτό και εγώ το ονόμασα απλά «παλάτι»… χαριστικά μάλλον γιατί η νεκρότητα της περιοχής το έκανε περισσότερο για τάφο.
Τι σημασία όμως έχουν εδώ οι λέξεις; Από την στιγμή που ούτε καν τις δικές Του δεν μπορούσα να αντιληφθώ.
Το πλάσμα είχε βρεθεί μπροστά μου. Δεν είδα πως βγήκε από το παλάτι του αν και ξέρω πως βγήκε γιατί συλλογίστηκα «πως μια δύναμη τόσο μεγάλη μπορεί να περιοριστεί σε τόσο μικρό χώρο;»
Μονάχα αυτό θυμάμαι από την στιγμή εκείνη που δεν θυμάμαι – μα και πάλι, τι σημασία έχουν εδώ οι λέξεις από την στιγμή που τα λόγια Του που φτάνουν στα αυτιά μου σημαίνουν τίποτα.
Έβλεπα λοιπόν το πλάσμα να στέκεται μπροστά μου, θεόρατο, να μου μιλά με ήχους που έβγαιναν από τα πλοκάμια που κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το κορμί του. Ήχοι σαν μουσική μιας γλώσσας που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να προφέρει. Πόσο εγώ να καταλάβω.
Μου τραγουδούσε άραγε; Μπορεί! Οι αρχαίοι μήπως δεν διηγούνταν ιστορίες μέσα από τα τραγούδια; Ήταν αυτό το πλάσμα αρχαίο όσο οι πρώτοι άνθρωποι που βάδισαν σε τούτο τον κόσμο; Μπορεί! Το μόνο που μπορώ να πω γι’ αυτή την συνάντηση ήταν το δέος που ένιωθα μπροστά στην όψη Του και κυρίως μπροστά στο φως που διέχεε ολόγυρα. Φως χρυσό όπως το παλάτι του. Φως όχι σαν αυτό του ήλιου, αλλά της πανσελήνου όταν ανέπαφη από σύννεφα ταξιδεύει ανάμεσα στα άστρα του ουρανού.
Και σε μια στιγμή… τα άστρα έσβησαν μαζί και το Φεγγάρι.
Ο Θεός του Νησιού χάθηκε από μπροστά μου και εγώ βρέθηκα να αιωρούμαι ξανά πάλι στη θάλασσα όπως και πριν, να ταξιδεύω πίσω στον κόσμο από όπου ξεκίνησα, μέσα στην ίδια νύχτα, μονάχος αυτή την φορά με τα νερά άδεια από ψυχές και μερικά κύματα που έκαναν το υδάτινο χαλί να μοιάζει ταραγμένο…
… και τότε ξύπνησα.
Ήμουν το έκτο πείραμα τους για απόψε. Αυτό μου είπε ο ψυχολόγος που τώρα έβλεπα απέναντι πίσω από το τζάμι, να στέκει όρθιος κρατώντας πάλι σημειώσεις. Μερικές ώρες πριν βάδιζα στο δρόμο με το ποδήλατο μου ψάχνοντας για δουλειά, μέχρι που είδα την αγγελία στην εφημερίδα για ένα νέο πείραμα που κάνει το Ινστιτούτου Μελέτης του Ύπνου σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Μισκατόνικ. Τα λεφτά ήταν καλά για μια τόσο απλή εργασία – να κοιμηθείς στις εγκαταστάσεις του ιδρύματος σε μια μαζική -όπως μου είπαν- προσπάθεια διάγνωσης ενός νέου τύπου ονείρου που τους τελευταίους μήνες ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο -καλλιτέχνες, ζητιάνοι, και ταλαίπωροι της ζωής- περιέγραφαν. Είναι λες και μια νέα μορφής επιδημία έχει ανασυρθεί από το Συλλογικό Ασυνείδητο μου ψέλλισε ο φοιτητής που στερέωνε τα καλώδια στο σώμα μου. Ή κάποιο περίεργο μήνυμα που φτάνει από κάπου…
Δίπλα στον ψυχολόγο ήταν ένας στρατιωτικός. Πρέπει να μπήκε στο δωμάτιο όσο εγώ κοιμόμουν. Ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του ψυχολόγου. Και οι δυο με κοιτάζουν ανήσυχοι. Γιατί;
Πάρθηκε από την apophenia
(Η αποφένια είναι η αυθόρμητη αντίληψη συσχετίσεων και νοημάτων γεγονότων άσχετων μεταξύ τους. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον K. Conrad το 1958)
O Χρυσός Θεός του Νησιού
by Γιώργος Ιωαννίδης
*μια ιστορία της Μυθολογίας Κθούλου
βασισμένη σε πραγματικό όνειρο
Τα μαύρα νερά του ωκεανού ήταν κρυστάλλινα σαν το καθαρό γυαλί ενός καθρέπτη. Η νύχτα απλώνονταν σε όλο το μήκος της περιοχής και το μάτι με δυσκολία μπορούσε να αντικρίσει τον ορίζοντα επιτρέποντας μου μονάχα να δω την παράξενη κίνηση που διέτρεχε κάτω από τα πόδια μου.
Δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο τρόπο ταξίδευα πάνω από τα νερά. Η αίσθηση που μου έδινε όμως ήταν πως πετούσα όρθιος, σαν να γλιστρούσα σπρωγμένος από αφανή χέρια προς μια άγνωστη κατεύθυνση. Και εκεί χαμηλά, κάπου κάπου διέκρινα λίγες ανάσες κάτω από τα δάχτυλα μου να ταξιδεύουν μαζί μου σαν δελφίνια, ψυχές – πνεύματα ανθρώπων που σαν κοπάδι ακολουθούσαν το ίδιο ρεύμα προς εκείνη την άγνωστη κατεύθυνση μέσα στην καρδιά της νύχτας.
Και να, πίσω από την οροσειρά του σκοταδιού άρχισαν να διαγράφονται ορισμένες μορφές – στην αρχή ήταν μερικά ψηλά δέντρα, έπειτα οι άγριοι βράχοι, σύντομα μπορούσα να δω πώς τα κύματα χτυπούσαν την παραλία του νησιού. Έμοιαζε με πίνακα του Άρνολντ Μπαίκλιν ή τέλος πάντων με κάτι που ένας παλιός καλλιτέχνης θα ζωγράφιζε παρά με μια φυσική τοποθεσία αυτού του κόσμου. Βέβαια αν εγώ που κατευθυνόμουν εκεί είμαι αληθινός άλλο τόσο πρέπει να είναι και εκείνο…
Το ταξίδι τελικά συνέχισε ανενόχλητο μέχρι που οι ψυχές χάθηκαν και τα πόδια μου ακούμπησαν την λεπτή άμμο της παραλίας. Από το δάσος που απλωνόταν μπροστά μου ξεμυτούσαν λαξεμένες πέτρες και καθώς άρχισα να περιπλανιέμαι ανάμεσα τους, ξεχώρισα τα συνθλιμμένα κομμάτια από αγάλματα μιας εντελώς άγνωστης τεχνοτροπίας που με δυσκολία μπορούσα να αντιληφθώ αν παρίσταναν κάποτε γυναίκες, άνδρες ή κτήνη. Το νησί έμοιαζε άδειο και πέρα από κάθε αμφιβολία ήτανε αρχαίο…
Δεν σταμάτησα την περιπλάνηση παρόλ’ αυτά και συνέχισα να ακολουθώ το μονοπάτι που άνοιγε μπροστά μου. Ήμουν ο μοναδικός που έκανε θόρυβο εκεί – δεν υπήρχαν πουλιά, δεν υπήρχαν ερπετά, δεν υπήρχε τίποτα ζωντανό. Μονάχα ο ουρανός και οι λάμψεις των άστρων φρόντιζαν τον ξεχασμένο αυτό τόπο … όπως και μια μυστηριώδης λάμψη που ξαφνικά διέκρινα ανάμεσα στις φυλλωσιές όσο βάδιζα πιο βαθιά μέσα στη ζούγκλα.
Σαν την μύγα λοιπόν που πλησιάζει στο φως αγνοώντας πως θα την σκοτώσει, έτσι και εγώ με την ίδια περιέργεια τράβηξα για εκείνο το φως μέσα στη νύχτα.
Χρειάστηκε να σκαρφαλώσω πέτρες σκαλισμένες με επιγραφές, πεσμένους κορμούς δέντρων, ερείπια βλάστησης από μια αρχαία εποχή, μέχρι που έφτασα στην πηγή των αχτίδων που σαν δεύτερο φεγγάρι γέμιζε την νύχτα. Ήταν ένα χρυσό κατασκεύασμα που η πολυτέλεια του έμοιαζε με παλάτι. Δεν ήταν κάτι που ανθρώπινο μάτι έχει ξαναδεί βέβαια. Δεν περιβάλλονταν από γλυπτά ή διάκοσμο και η γεωμετρία του ήταν εντελώς ξένη σε ότι η σκέψη έχει λέξεις όχι μόνο για να περιγράψει αλλά και για να αντιληφθεί. Γι’ αυτό και εγώ το ονόμασα απλά «παλάτι»… χαριστικά μάλλον γιατί η νεκρότητα της περιοχής το έκανε περισσότερο για τάφο.
Τι σημασία όμως έχουν εδώ οι λέξεις; Από την στιγμή που ούτε καν τις δικές Του δεν μπορούσα να αντιληφθώ.
Το πλάσμα είχε βρεθεί μπροστά μου. Δεν είδα πως βγήκε από το παλάτι του αν και ξέρω πως βγήκε γιατί συλλογίστηκα «πως μια δύναμη τόσο μεγάλη μπορεί να περιοριστεί σε τόσο μικρό χώρο;»
Μονάχα αυτό θυμάμαι από την στιγμή εκείνη που δεν θυμάμαι – μα και πάλι, τι σημασία έχουν εδώ οι λέξεις από την στιγμή που τα λόγια Του που φτάνουν στα αυτιά μου σημαίνουν τίποτα.
Έβλεπα λοιπόν το πλάσμα να στέκεται μπροστά μου, θεόρατο, να μου μιλά με ήχους που έβγαιναν από τα πλοκάμια που κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το κορμί του. Ήχοι σαν μουσική μιας γλώσσας που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να προφέρει. Πόσο εγώ να καταλάβω.
Μου τραγουδούσε άραγε; Μπορεί! Οι αρχαίοι μήπως δεν διηγούνταν ιστορίες μέσα από τα τραγούδια; Ήταν αυτό το πλάσμα αρχαίο όσο οι πρώτοι άνθρωποι που βάδισαν σε τούτο τον κόσμο; Μπορεί! Το μόνο που μπορώ να πω γι’ αυτή την συνάντηση ήταν το δέος που ένιωθα μπροστά στην όψη Του και κυρίως μπροστά στο φως που διέχεε ολόγυρα. Φως χρυσό όπως το παλάτι του. Φως όχι σαν αυτό του ήλιου, αλλά της πανσελήνου όταν ανέπαφη από σύννεφα ταξιδεύει ανάμεσα στα άστρα του ουρανού.
Και σε μια στιγμή… τα άστρα έσβησαν μαζί και το Φεγγάρι.
Ο Θεός του Νησιού χάθηκε από μπροστά μου και εγώ βρέθηκα να αιωρούμαι ξανά πάλι στη θάλασσα όπως και πριν, να ταξιδεύω πίσω στον κόσμο από όπου ξεκίνησα, μέσα στην ίδια νύχτα, μονάχος αυτή την φορά με τα νερά άδεια από ψυχές και μερικά κύματα που έκαναν το υδάτινο χαλί να μοιάζει ταραγμένο…
… και τότε ξύπνησα.
Ήμουν το έκτο πείραμα τους για απόψε. Αυτό μου είπε ο ψυχολόγος που τώρα έβλεπα απέναντι πίσω από το τζάμι, να στέκει όρθιος κρατώντας πάλι σημειώσεις. Μερικές ώρες πριν βάδιζα στο δρόμο με το ποδήλατο μου ψάχνοντας για δουλειά, μέχρι που είδα την αγγελία στην εφημερίδα για ένα νέο πείραμα που κάνει το Ινστιτούτου Μελέτης του Ύπνου σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Μισκατόνικ. Τα λεφτά ήταν καλά για μια τόσο απλή εργασία – να κοιμηθείς στις εγκαταστάσεις του ιδρύματος σε μια μαζική -όπως μου είπαν- προσπάθεια διάγνωσης ενός νέου τύπου ονείρου που τους τελευταίους μήνες ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο -καλλιτέχνες, ζητιάνοι, και ταλαίπωροι της ζωής- περιέγραφαν. Είναι λες και μια νέα μορφής επιδημία έχει ανασυρθεί από το Συλλογικό Ασυνείδητο μου ψέλλισε ο φοιτητής που στερέωνε τα καλώδια στο σώμα μου. Ή κάποιο περίεργο μήνυμα που φτάνει από κάπου…
Δίπλα στον ψυχολόγο ήταν ένας στρατιωτικός. Πρέπει να μπήκε στο δωμάτιο όσο εγώ κοιμόμουν. Ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του ψυχολόγου. Και οι δυο με κοιτάζουν ανήσυχοι. Γιατί;
Πάρθηκε από την apophenia
(Η αποφένια είναι η αυθόρμητη αντίληψη συσχετίσεων και νοημάτων γεγονότων άσχετων μεταξύ τους. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον K. Conrad το 1958)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου