Γιατί να υπάρχει κάτι και όχι το τίποτα;
του
Όλοι έχουμε αναρωτηθεί, μάλιστα από μικρή ηλικία. Γιατί υπάρχει το σύμπαν; Ποιός είναι ο δημιουργός του; Ποιός είναι ο δημιουργός του δημιουργού; Τι είναι το “τίποτα”; Θα μπορούσε να υπάρχει μόνο αυτό; Γιατί τελικά υπάρχει κάτι, ό,τι κι αν είναι, όπως και αν προέκυψε; Ανησυχίες κι ερωτήματα του είδους προκαλούν πονοκέφαλο — και βέβαια όχι μόνο στους “κοινούς” θνητούς. Φυσικοί, μαθηματικοί, φιλόσοφοι και θεολόγοι έχουν να πουν πολλά για το όλο ζήτημα.
Όπως είναι αναμενόμενο, τελεσίδικη απάντηση σε ερωτήματα σαν τα προηγούμενα κανείς δεν είναι σε θέση να δώσει — τουλάχιστον όχι προς το παρόν. Πάντως, μια πρώτη εξήγηση για την ύπαρξη και το σκοπό ολόκληρου του σύμπαντος παίρνουμε όλοι, από τα πρώτα κιόλας μαθητικά μας χρόνια:
Το σύμπαν το έφτιαξε ο θεός.
Το γιατί το έκανε είναι καθαρά δική του υπόθεση, αλλά μια δημοφιλής αιτιολόγηση εγκαλείται συναισθήματα αγάπης. Ο θεός έφτιαξε τον κόσμο ολόκληρο λόγω της τεράστιας αγάπης που τρέφει προς τη φύση και κυρίως προς τον άνθρωπο. Όχι επειδή δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει, ούτε επειδή βαριόταν. Εδώ που τα λέμε, από τη στιγμή που ο θεός είναι άχρονος, όπως επίσης μαθαίνουμε, ακόμη και την εκδοχή της βαρεμάρας θα μπορούσαμε να δεχτούμε (χωρίς ιδιαίτερη απροθυμία, ομολογουμένως). Όμως το πρόβλημα με τον θεό δεν αφορά μόνο στην αχρονικότητα αλλά και στην ίδια του την ύπαρξη ή φύση, αν προτιμάτε. Όταν ένα παιδί ακούει για πρώτη φορά ότι ο θεός έφτιαξε τον κόσμο, εύλογα αναρωτιέται: Ωραία, και τον θεό ποιος τον έφτιαξε; Η απάντηση που παίρνει είναι εξίσου ελλιπής και φυσικά αποτυγχάνει να απαλύνει την υπαρξιακή αγωνία: Κανένας. Ο θεός δεν είναι μόνο άχρονος, είναι και άκτιστος. Απλά υπάρχει. Τελεία και παύλα. Κάθε προσπάθεια περαιτέρω εξήγησης ή διερεύνησης αυτής της αλήθειας, απλά στερείται νοήματος. Ως όντα δεν έχουμε τις απαιτούμενες νοητικές ικανότητες, ώστε να συλλάβουμε το μυστήριο της ύπαρξης. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να θαυμάσουμε το μεγαλείο της.
Κάποιοι άνθρωποι σταματούν εδώ, επιλέγοντας να μην ασχοληθούν περισσότερο με ερωτήματα που δείχνουν να μην οδηγούν κάπου. Πολλοί άλλοι, όμως, είναι αρκετά ανήσυχοι για να μείνουν ικανοποιημένοι με την ιδέα ενός άκτιστου κι άχρονου δημιουργού, ο οποίος, κάποια στιγμή, για εντελώς δικούς του λόγους, αποφάσισε κι έφτιαξε όλα όσα βλέπουμε ή αντιλαμβανόμαστε γύρω μας.
Το μεγαλύτερο τζάμπα γεύμα
Στον συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Robert Heinlein οφείλεται η γνωστή ρήση “δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως το δωρεάν γεύμα” (“there ain’t no such thing as a free lunch”), που απλά συνοψίζει την ιδέα πως όλα τα πράγματα στον κόσμο έχουν ένα κόστος, έστω κι αν αυτό είναι καλά κρυμμένο. Το κόστος αυτό ενδέχεται να είναι χρηματικό, ενεργειακό, οικολογικό, κοινωνικό, πολιτικό κ.ο.κ. Για να το θέσουμε διαφορετικά, όλα τα πράγματα κοστίζουν και ποτέ δεν είναι δυνατό να πάρεις κάτι από το τίποτε. Κι όμως, ένα σύγχρονο κοσμολογικό μοντέλο υποδεικνύει πως υπάρχει τουλάχιστον ένα δωρεάν γεύμα. Μάλιστα το γεύμα αυτό είναι το μεγαλύτερο και πλουσιότερο που μπορεί να φανταστεί κανείς: Είναι το σύμπαν ολόκληρο.
Σύμφωνα με τη λεγόμενη Θεωρία του Πληθωρισμού (Inflation Theory), η ύλη, η αντιύλη και τα φωτόνια παρήχθησαν από την ενέργεια του κενού, που κάποια στιγμή απελευθερώθηκε ως αποτέλεσμα μιας μετάβασης φάσης (phase transition).
Πρόκειται για το μετασχηματισμό ενός θερμοδυναμικού συστήματος από τη φάση στην οποία βρίσκεται σε μία άλλη. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μετάβασης φάσης, είναι η ξαφνική και απότομη αλλαγή μιας ή περισσότερων φυσικών ιδιοτήτων του συστήματος. Παραδείγματα μεταβάσεων φάσης αποτελούν η εμφάνιση υπεραγωγιμότητας σε συγκεκριμένα μέταλλα όταν αυτά ψύχονται κάτω από μία κρίσιμη θερμοκρασία, καθώς και η εξάτμιση του νερού όταν η θερμοκρασία του ανέβει πάνω από ένα επίπεδο.
Όλα αυτά τα σωματίδια έχουν θετική ενέργεια, η οποία όμως αντισταθμίζεται από την αρνητική βαρυτική ενέργεια κάθε πράγματος, που έλκει οτιδήποτε άλλο. Έτσι, η συνολική ενέργεια του σύμπαντος είναι μηδέν. Με άλλα λόγια, το σύμπαν αποτελείται από τίποτε απολύτως, όπως είχε σημειώσει κι ο αείμνηστος Douglas Adams.
Για την ακρίβεια, στην τριλογία “The Hitchhiker’s Guide To The Galaxy” η οποία, παρεμπιπτόντως, αποτελείται από πέντε βιβλία, ο Adams είχε παρατηρήσει ότι “[…] Όπως είναι πλέον γενικά αποδεκτό, το σύμπαν αποτελείται, σχεδόν εξολοκλήρου, από τίποτε απολύτως”.
Ευτυχώς για εμάς, το “τίποτα” του σύμπαντος αποτελείται από δύο μέρη: το θετικό και το αρνητικό.
Τώρα, η μηδενική συνολική ενέργεια του σύμπαντος, συνδυασμένη με τη Θεωρία του Πληθωρισμού, υπαινίσσεται πως το μόνο που χρειάζεται για να ξεκινήσουν τα πάντα είναι ένα απειροελάχιστα μικρό ποσό ενέργειας. Το σύμπαν τότε αρχίζει και παρουσιάζει πληθωριστικές τάσεις, χωρίς όμως να παράγει πλεόνασμα ενέργειας — αυτή παραμένει συνολικά μηδέν!
Η Θεωρία του Πληθωρισμού είναι ενδιαφέρουσα κι αν μη τι άλλο διασκεδαστική, στιγματίζεται όμως από την ίδια αδυναμία που ενυπάρχει και στο κοσμολογικό μοντέλο του υπέρτατου δημιουργού, ο οποίος με μία κίνηση (ή έστω με πολλές, π.χ., σε διάστημα έξι ημερών) κατασκευάζει το σύμπαν από το απόλυτο κενό. Εν προκειμένω, λοιπόν, πώς μας προέκυψε εκείνο το αρχικό, απειροελάχιστα μικρό ποσό ενέργειας;
Σύμφωνα με κάποιους φυσικούς, η ενέργεια αυτή ενδέχεται να προέκυψε από το… τίποτα. Ως έννοια, βέβαια, το “τίποτα” είναι τουλάχιστον προβληματικό. Μπορεί, π.χ., να αναφέρεται στο “κενό”, το οποίο είναι ενταγμένο μέσα σε έναν προϋπάρχοντα χωροχρόνο. Πώς όμως μας προέκυψε αυτός ο χωροχρόνος και, επιτέλους, τι στο καλό είναι; Από την άλλη, “τίποτα” μπορεί να σημαίνει την απουσία οποιουδήποτε πράγματος. Όσο για τις έννοιες του χώρου και του χρόνου, αυτές δημιουργούνται τη στιγμή που αυθόρμητα εμφανίζεται το ίδιο το σύμπαν. Ακόμη κι έτσι να είναι τα πράγματα, τι του ήλθε του σύμπαντος κι εμφανίστηκε; Αν κάτι ή κάποιος το προκάλεσε, που κρύβεται αυτή τη στιγμή; Πώς προέκυψε το ίδιο, ο ίδιος ή η ίδια;
Κάπου εδώ η κβαντομηχανική επιχειρεί μια γενναία απόπειρα διάσωσης της θεωρίας του πληθωρισμού, προτείνοντας μια “φυσική” εξήγηση για το πώς μπορεί να προκύψει κάτι από το τίποτα. Εργαστηριακά πειράματα έχουν δείξει ότι στο σύμπαν συμβαίνουν διαρκώς αυθόρμητες γεννήσεις σωματιδίων και αντισωματιδίων τα οποία αμέσως αλληλοεξουδετερώνονται, με αποτέλεσμα να μην παραβιάζεται η θεμελιώδης αρχή διατήρησης της ενέργειας. Αυτές οι στιγμιαίες γεννήσεις και θάνατοι των λεγόμενων “οιονεί ζευγών σωματιδίων” (virtual particle pairs), ονομάζονται κβαντικές διακυμάνσεις (quantum fluctuations). Πριν από τη γένεση του σύμπαντος πρέπει να συνέβαιναν πολλές τέτοιες διακυμάνσεις. Ένα ή περισσότερα από τα προκύπτοντα οιονεί ζεύγη κατάφερε να “ζήσει” λίγο περισσότερο. Εκείνη τη στιγμή, έτυχε να επικρατούν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε να ξεκινήσει το φαινόμενο του πληθωρισμού. Το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε καλά: Αρκετό χρόνο αργότερα, όλοι εμείς είμαστε εδώ κι αναρωτιόμαστε από που προήλθαμε και που πορευόμαστε. Παρεμπιπτόντως, ταυτόχρονα με το δικό μας σύμπαν είναι εξίσου πιθανό να έχουν δημιουργηθεί –πάντα εξαιτίας εκείνων των πληθωριστικών τάσεων της φύσης– κι άλλα, διαφορετικά σύμπαντα.
Στο σημείο αυτό είναι μάλλον περιττό να παρατηρήσουμε ότι ακόμα και η κβαντομηχανική προσέγγιση αδυνατεί να εξηγήσει τι είναι το “κενό”, το “τίποτα”, καθώς και πώς ή γιατί, τέλος πάντων, συνέβαιναν –πριν τη δημιουργία ενός οποιουδήποτε σύμπαντος– αυτές οι “θαυματουργές” κβαντικές διακυμάνσεις. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κοσμολογία περιγράφει ένα ενδιαφέρον μοντέλο για τη δημιουργία του σύμπαντος, το οποίο όμως σε τελική ανάλυση αποτυγχάνει να μας απαλλάξει από θεμελιώδη ερωτήματα: Ποιός; Τι; Πώς; Γιατί αυτό; Γιατί όχι κάτι άλλο; Γιατί όχι, στην τελική, το τίποτα;
Η αποτυχία της αιτιοκρατίας
Αναμφισβήτητα, οι προσπάθειες κοσμολόγων και φυσικών να εξηγήσουν –ουσιαστικά τα πάντα– είναι αξιοπρόσεκτες. Έως σήμερα πάντως αποτυγχάνουν να δώσουν πειστικές απαντήσεις. Οι φιλόσοφοι, από την άλλη, έχουν την πολυτέλεια να κάνουν υποθέσεις εργασίας και να κατασκευάζουν νοητά οικοδομήματα *χωρίς* να περιορίζονται από το πείραμα, τις εξισώσεις ή την ισχύ των υπολογιστών, ούτε επίσης από την άμεση ή την έμμεση παρατήρηση. Δυστυχώς, ακόμα και για εκείνους υπάρχουν εμπόδια. Εμπόδια που, πρώτη και καλύτερη, δημιουργεί η ανθρώπινη λογική. Μολαταύτα οι φιλόσοφοι δεν το βάζουν κάτω και ξεκινούν με τόλμη το ταξίδι για την αναζήτηση της απόλυτης αλήθειας, θέτοντας ευθύς εξαρχής δύο βασικά ερωτήματα: α) Γιατί το σύμπαν υπάρχει; και β) Γιατί υπάρχει αυτό το σύμπαν;
Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα, είναι πραγματικά εκπληκτικό το γεγονός ότι το σύμπαν, με όλη του την πολυπλοκότητα και μεγαλοπρέπεια, υπάρχει. Θα μπορούσε, εναλλακτικά, να μην υπάρχει τίποτε απολύτως: Ούτε γαλαξίες, ούτε αστέρια, ούτε ζώντες οργανισμοί, ούτε άτομα, ούτε ο ίδιος ο χωροχρόνος. Για να μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε την έννοια της απόλυτης έλλειψης, αυτού του τρομακτικού του τίποτα, ίσως βολεύει να σκεφτούμε ότι υπάρχει ένα μόνο άτομο. Μετά, ας φανταστούμε ότι ούτε κι αυτό υπάρχει! Αν το εξετάσουμε μαθηματικά, η πιθανότητα του “τίποτα” δείχνει σαφώς μεγαλύτερη από την πιθανότητα του “κάτι”, πόσο μάλλον με τη μορφή που έχει — ή έστω με τη μορφή που εμείς αντιλαμβανόμαστε πως έχει. Κι εδώ προκύπτει το δεύτερο θεμελιώδες ερώτημα, που αφορά σε αυτή την ίδια τη μορφή. Γιατί το σύμπαν είναι έτσι όπως είναι; Παραμερίζοντας την πιθανότητα του “τίποτα”, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι τα πράγματα έχουν αναρίθμητες δυνατότητες εξέλιξης. Αν φανταστούμε όλη εκείνη την πλειάδα εναλλακτικών κοσμικών τροχιών εξέλιξης, δεν μπορούμε παρά να αισθανθούμε δέος με τη σκέψη ότι τελικά ακολουθήθηκε μια συγκεκριμένη τροχιά, που οδήγησε σε έναν κόσμο όπως τον γνωρίζουμε. Πολύ εύκολα, π.χ., τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, ώστε ο άνθρωπος να μην έχει καν προκύψει ως μορφή ζωής.
Κάποιοι πιστεύουν πως πίσω από αυτά τα ερωτήματα κρύβονται αιτιοκρατικές απαντήσεις, με άλλα λόγια ακολουθίες αιτίου–αποτελέσματος. Η αιτιοκρατία στην καθημερινή ζωή φαίνεται να δουλεύει. Για παράδειγμα, εάν αύριο το πρωί βγαίνοντας από το σπίτι για να πάω για μπουγάτσα πέσει μια γλάστρα από ένα μπαλκόνι και με χτυπήσει στο δεξιό ώμο, αφού ξεπεράσω το αρχικό σοκ δεν θα μου είναι και πολύ δύσκολο να ανακαλύψω γιατί ήμουν τόσο άτυχος (ή τόσο τυχερός, αν αναλογιστώ πως η γλάστρα θα μπορούσε να με έχει βρει στο κεφάλι!) Με λίγη διερεύνηση, λοιπόν, ίσως βρω πως η γλάστρα έπεσε γιατί η μεταλλική βάση που τη στήριζε, στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας παραδίπλα μου, ήταν σκουριασμένη. Επιπρόσθετα, ο Βαρδάρης που φυσούσε από τα ξημερώματα ήταν τόσο δυνατός, ώστε να προκαλέσει ισχυρή ταλάντωση στη βάση της γλάστρας, με αποτέλεσμα αυτή να αποκολληθεί από μπαλκόνι. Αν έχω κέφια (μόλις γλίτωσα από μοιραίο, γιατί να μην έχω;) κάνοντας τις κατάλληλες ερωτήσεις στον κόσμο που έχει μαζευτεί γύρω μου ενδέχεται να ανακαλύψω πως η ένοικος του διαμερίσματος με τη γλάστρα, γνώριζε την κατάσταση της βάσης, είχε όμως αμελήσει να αλλάξει θέση στη γλάστρα. Και είχε αμελήσει να το κάνει γιατί η καθημερινότητά της είναι τόσο δύσκολη, που δεν της αφήνει και πολύ χρόνο να ασχολείται με θέματα πέρα από εκείνα που έχουν άμεση σχέση με τα άσχημα, ομολογουμένως, οικονομικά της. Τα πράγματα μάλιστα θα ήταν καλύτερα για εκείνη, αν τρία χρόνια πριν δεν είχε χάσει μια καλή δουλειά, επειδή δεν ενέδωσε στις “ορέξεις” του προϊσταμένου της, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, είχε περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια και τώρα ξεσπούσε σε λάθος ανθρώπους. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, αν μ’ έχει πιάσει φιλοσοφική διάθεση, μπορεί σκεφτώ ότι το σύμπαν συνωμοτούσε υπέρ της πτώσης εκείνης της γλάστρας πάνω μου. Μια τέτοια σκέψη παραείναι εγωιστική, αμέσως λοιπόν θα αλλάξω μοτίβο και θα αναλογιστώ ότι απλά υπήρχε μια πραγματικά τεράστια αλυσίδα αιτίων–αποτελεσμάτων, που μοιραία οδήγησε στην πτώση της γλάστρας στο δεξιό μου ώμο, σήμερα το πρωί. Αργότερα το ίδιο βράδυ, αφού έχω πιει μερικά ποτά με δυο φίλους, ίσως σκεφτώ πως τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης τέθηκαν σε κίνηση γεγονότα που αμείλικτα και αναπόφευκτα θα οδηγούσαν στην προσγείωση της γλάστρας πάνω μου. Σήμερα το πρωί ήμουν τυχερός — ή μήπως η τύχη δεν έχει καμία θέση εδώ; Αύριο, όμως, ποιός ξέρει τι θα μου ξημερώσει…
Το γεγονός ότι πολύ γρήγορα οι αλυσίδες αιτίου–αποτελέσματος βυθίζονται στα βάθη του χρόνου και οι κρίκοι τους γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτοι, δεν αποτελεί περιορισμό για τους φιλοσόφους. Δεν έχουν κι άδικο. Μπορεί ο ανθρώπινος νους να μην έχει την ικανότητα διάκρισης ή ανάλυσης όλων των σχέσεων αιτίου–αποτελέσματος πίσω από συγκεκριμένα γεγονότα, αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι αντίστοιχες ακολουθίες γεγονότων δεν έλαβαν χώρα, καθεμιά μάλιστα με συγκεκριμένο τρόπο. Ομοίως και με τα μεγάλα ερωτήματα, για το σύμπαν και τη μορφή που έχει. Όλα όσα συνέβησαν κι όλα όσα θα συμβούν, εξηγούνται αιτιοκρατικά. Υπάρχει μάλιστα μια τεράστια αλυσίδα αιτίου–αποτελέσματος που ξεκινά από την αρχή, π.χ., από τη στιγμή της μεγάλης έκρηξης, φτάνει έως το παρόν και εξηγεί τα πάντα, άσχετα αν μπορούμε να την αναλύσουμε ή όχι. Για ορισμένους οπαδούς της αιτιοκρατικής προσέγγισης αυτή η αλυσίδα γεγονότων έχει συγκεκριμένη αρχή, π.χ., τον ίδιο το δημιουργό ή τη μεγάλη έκρηξη. Για άλλους, πάλι, εκτείνεται επ’ άπειρον στο παρελθόν, αφού πάντα υπάρχει ένα γεγονός πίσω από κάποιο άλλο…
Η αιτιοκρατία σε κάποιες περιπτώσεις δουλεύει, όπως, π.χ., σε προβλήματα φυσικής ή μηχανικής. Το θέμα είναι ότι ως νοητικό εργαλείο είναι ανεπαρκέστατο για να απαντήσει σε ερωτήματα που αφορούν στην προέλευση και στον “σκοπό” του σύμπαντος. Πράγματι, αν υποθέσουμε ότι η κοσμική αλυσίδα γεγονότων ξεκινά από το σημείο μηδέν (η μεγάλη έκρηξη; ο δημιουργός αποφασίζει να φτιάξει τον κόσμο;), τότε μένει να εξηγήσουμε τι προηγήθηκε εκείνης της χρονικής στιγμής (τι προκάλεσε τη μεγάλη έκρηξη; ποιός έφτιαξε τον δημιουργό;) Αν πάλι υποθέσουμε πως η κοσμική αλυσίδα αιτίου-αποτελέσματος δεν έχει αρχή, άποψη ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των αθεϊστών, τότε μένουμε με μια άπειρη ακολουθία γεγονότων. Είναι προφανές πως, από μόνη της, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ίδια της την ύπαρξη.
Χελώνες μέχρι κάτω
Είναι λογικό –ή καλύτερα ανθρώπινο–, να αναρωτιόμαστε και να σπαζοκεφαλιάζουμε διαρκώς με υπαρξιακά ζητήματα που αφορούν στη δημιουργία ή στο σκοπό ολόκληρου του σύμπαντος από τη μία ή στη φύση του απόλυτου “τίποτα” από την άλλη. Από τον άνθρωπο με μέτρια ή ακόμη κι ανύπαρκτη μόρφωση έως τον πιο διακεκριμένο θετικό επιστήμονα ή φιλόσοφο, αυτό που όλοι –έστω και μία φορά– έχουμε κάνει, είναι να κατασκευάζουμε υποθέσεις και μοντέλα, στην προσπάθειά μας να περιγράψουμε αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα. Κοινός τόπος όλων των μοντέλων είναι ότι στην καλύτερη περίπτωση αποτελούν προσεγγίσεις του κόσμου. Ορισμένοι φιλόσοφοι έχουν την πεποίθηση πως ποτέ δεν θα δώσουμε ικανοποιητικές απαντήσεις για τη δημιουργία και το σκοπό που υπηρετεί –αν υπηρετεί– το σύμπαν. Από τη στιγμή που είμαστε μέρος μόνο του όλου, είναι αδύνατο να το “συλλάβουμε” ολόκληρο. Άλλοι πάλι απορρίπτουν εξαρχής τα κοσμολογικά μοντέλα, αφήνοντας την “ευθύνη” της κατασκευής το κόσμου στον υπέρτατο δημιουργό.
Όπως και να έχει και παρά τις όποιες ακραίες απόψεις, η δίψα για την ανακάλυψη της αλήθειας είναι άσβεστη. Έχουμε, λοιπόν, μοντέλα σαν το πληθωριστικό ή εκείνο της μεγάλης έκρηξης. Έχουμε προεκτάσεις του τελευταίου που θέλουν πολλές μεγάλες εκρήξεις, οι οποίες οδηγούν σε διαφορετικά σύμπαντα. Έχουμε απόψεις φιλοσόφων οι οποίοι θέλουν το σύμπαν απλά να υπάρχει επειδή, π.χ., είναι πιθανότερο να υπάρχει κάτι σε σχέση με το να υπάρχει το τίποτε (αν το “τίποτε” υπάρχει, αυτό άραγε δεν σημαίνει ότι είναι και “κάτι”;) Έχουμε απόψεις θεολόγων, οι οποίοι ισχυρίζονται πως το σύμπαν το έφτιαξε ο δημιουργός επειδή είναι “καλό” να υπάρχει κάτι. Έχουμε τέλος και μερικά παράξενα μοντέλα, τα οποία αν και δεν αξίζουν να περάσουν από τη βάσανο της κριτικής τολμούν και περιγράφουν το σύμπαν — μάλιστα με τρόπο που, φιλοσοφικά τουλάχιστον, δεν μπορεί να απορριφθεί a priori. Ένα από αυτά είναι το μοντέλο της χελώνας.
Κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης του Bertrand Russel, μία ηλικιωμένη κυρία από το κοινό τον διέκοψε απότομα διαμαρτυρόμενη πως όλα όσα λέει είναι, απλά, ανοησίες: Όπως όλοι πολύ καλά ξέρουν, το σύμπαν το κουβαλά στην πλάτη της μία χελώνα. Αν κι ο Russel σάστισε με την παρατήρηση, αποφάσισε να διερευνήσει τη λογική της ηλικιωμένης κυρίας. Δέχτηκε, λοιπόν, την υπόθεσή της, τη ρώτησε όμως ποιος ή τι κουβαλά τη χελώνα. “Μια άλλη χελώνα”, ήταν η απάντηση που πήρε. Ο Russel τόλμησε να προχωρήσει, ρωτώντας για το πού στέκεται η δεύτερη χελώνα. Η κυρία του εξήγησε υπομονετικά ότι στέκεται στην πλάτη μιας άλλης χελώνας. Ακολούθως ο Russel επιχείρησε να της δείξει το πρόβλημα της όλης συλλογιστικής, εκείνη όμως τον διέκοψε, αποστομώνοντάς τον: “Κοίταξε, νεαρέ, είναι πολύ απλό. Έχει χελώνες μέχρι κάτω”.
Τελικά, έχει νόημα;
Έχει λεχθεί πως οι μαθηματικοί αναπτύσσουν την επιστήμη τους αδιαφορώντας παντελώς για την πραγματικότητα. Ο ισχυρισμός αληθεύει, ωστόσο πολλές φορές τα αφηρημένα μαθηματικά κατασκευάσματα και οι σχετικές έννοιες περιγράφουν με αξιοθαύμαστη ακρίβεια ιδιότητες και φαινόμενα του “πραγματικού” κόσμου. Άλλες φορές, πάλι, οι φιλοσοφικές προεκτάσεις κάποιων μαθηματικών συμπερασμάτων έχουν να πουν πολλά για τις ικανότητες και τους περιορισμούς της ανθρώπινης διανόησης γενικότερα.
Αναφορικά με το ερώτημα “γιατί υπάρχει το σύμπαν”, ορισμένοι φιλόσοφοι ισχυρίζονται ότι στερείται νοήματος. Αναλυτικότερα, εάν θέλουμε να δώσουμε μια πειστική περιγραφή για το ρόλο ή το σκοπό ενός συστήματος, πρέπει να βρεθούμε έξω από αυτό. Εναλλακτικά, αν δεν μπορούμε να πάρουμε μια τόσο προνομιακή θέση, η καλύτερη περιγραφή που θα δώσουμε θα έχει ως σημείο αναφοράς μια ιδέα ανεξάρτητη από το σύστημα. Φέρνοντας ένα παράδειγμα από την καθημερινή ζωή, αν η σχέση ενός ζευγαριού ξαφνικά παρουσιάσει προβλήματα που, παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες, δεν εξαλείφονται, τότε ενδέχεται κανείς εκ των δύο να μην είναι σε θέση να εντοπίσει την πηγή του κακού. Τι κάνουν, τότε; Συχνά ζητούν τη γνώμη ενός τρίτου προσώπου, π.χ., ενός συμβούλου ή κάποιου φίλου ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, βρίσκεται έξω από το σύστημα “ζευγάρι”. Αν πάλι το ζευγάρι μας εντοπίσει από μόνο του το πρόβλημα, ενδέχεται να διαπιστώσει ότι πηγάζει από κάτι *πέρα* από αυτούς τους δύο (θα βρίσκεται, δηλαδή, εκτός συστήματος, όπως, π.χ., συμβαίνει με τα πεθερικά).
Δεχόμενοι αυτή τη συλλογιστική, είναι εύκολο να δούμε γιατί ποτέ δεν θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε την ύπαρξη των πάντων. Μόνη μας ελπίδα για να το καταφέρουμε θα ήταν να βρεθούμε σε μια προνομιακή θέση, έξω από τα πάντα. Μόνο που εξ’ ορισμού τα “πάντα” δεν αφήνουν τίποτε από “έξω”, επομένως εκείνη η προνομιακή θέση δεν υπάρχει.
Επιστρέφοντας στον κόσμο των μαθηματικών, μαθαίνουμε πως η προηγούμενη ιδέα εκφράζεται από το θεώρημα μη-πληρότητας του Goedel. Το εν λόγω θεώρημα μάς διαβεβαιώνει ότι οποιοδήποτε μαθητικό σύστημα αξιωμάτων –για την ακρίβεια κάθε σύστημα που επιτρέπει τον ορισμό του συνόλου των φυσικών αριθμών–, περιλαμβάνει κάποιες προτάσεις, η αλήθεια ή το ψεύδος των οποίων είναι αδύνατο να διερευνηθεί με τα “μέσα” που παρέχει το υπό συζήτηση σύστημα. Μόνη μας ελπίδα είναι να κατασκευάσουμε ένα νέο, διευρυμένο σύστημα, στα πλαίσια του οποίου οι “ατίθασες” προτάσεις του προηγουμένου θα μπορούν να διερευνηθούν. Όπως ήδη υποψιαστήκατε, το νέο αυτό σύστημα περιέχει τις δικές του ατίθασες προτάσεις, η αλήθεια ή το ψεύδος των οποίων είναι αδύνατο να διερευνηθεί.
Αφήνοντας κατά μέρος το θεώρημα της μη-πληρότητας και τις συγγενικές φιλοσοφικές απόψεις, πολλοί επιστήμονες και φιλόσοφοι έχουν την πεποίθηση ότι εξακολουθούν να δικαιούνται να αναρωτιούνται για την ύπαρξη του σύμπαντος. Το ανθρώπινο πνεύμα, ισχυρίζονται, έχει την ικανότητα να κινείται πέρα και πάνω από την κοινή ή την αυστηρή, μαθηματική λογική. Μας βρίσκουν απολύτως σύμφωνους.
το διαβάσαμε στο deltahacker
κι από τον Ένοικο: Big Bang και "περίφημες εξισώσεις" και απορίες αφελών μυαλών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου