Ο Μοναχικός Φύλακας των Κόσμων
Ναούμ Θεοδοσιάδης
«Σταματήστε πια. Σταματήστε και κοιμηθείτε», ψιθυρίζουν νευριασμένοι οι μεγάλοι. «Θέλετε να ‘ρθει η κυρα-Διάβα και να σας πάρει;»
Κι η σιωπή απλώνεται και πάλι μέσα στα σπίτια. Πιο έντονη αυτή τη φορά, ποτισμένη απ’ το φόβο. Μόνο ένας άνεμος που κατεβαίνει από τα βουνά, σέρνεται στους δρόμους και σφυρίζει στις γωνιές παράξενους σκοπούς. Ένας πολύ παράξενος άνεμος.
Κι όταν φτάνει η ώρα, που ο Θεός σπέρνει τα όνειρα στους ανθρώπους, εκείνος ο παράξενος άνεμος καλεί με μια μαγική πνοή, το μοναχικό φύλακα των κόσμων. Κανένας δρόμος δε δέχτηκε ποτέ το βήμα του, και κανένα μάτι ανθρώπου δεν ένιωσε ποτέ τη σκιά του. Μπορεί κάποιοι να τον ονειρεύονται, αλλά κι αυτοί ακόμα τον ξεχνούν μόλις τελειώνουν τα όνειρα. Μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι έχουν τον τρόπο τους και τον καταλαβαίνουν όταν φτάνει. Δε μιλούν όμως ποτέ τους γι’ αυτόν πρίγκιπα της ερημιάς, το Μοναχικό Φύλακα των Κόσμων. Όχι, δε θα τους ακούσεις ποτέ, να μιλούν γι’ αυτόν. Μόνο μια φορά κάποιος απ’ αυτούς, μου μίλησε γι’ αυτόν...
Κάθε φορά που ακούς λοιπόν στον άνεμο τα μικρά ασημένια καμπανάκια του να χτυπάνε, να είσαι σίγουρος πως ο Φύλακας των Κόσμων είναι εκεί κοντά. Όχι στο δρόμο, όχι πίσω από τις γωνιές κι ούτε στις σκοτεινές αυλές των σπιτιών. Κάτω από τα αστέρια στέκεται ο Φύλακας, ανάμεσα σε ουρανό και γη, ακουμπισμένος στον ανεμοδείχτη του πιο ψηλού σπιτιού.
Με τη μαβιά του κάπα να πετάει στον άνεμο, μ’ ένα σπαθί στο χέρι και ένα δεύτερο σπαθί κρεμασμένο στη ζώνη του. Έχει τα μάτια κλειστά και νιώθει τον κόσμο, ίσως και να τον φαντάζεται, κανείς δεν ξέρει. Το χέρι που κρατάει το σπαθί είναι χαλαρό και περιμένει. Το σπαθί αυτό δεν έχει αγγίξει ποτέ του αίμα κι ούτε ποτέ θα το κάνει, όπως λένε. Άλλη είναι η δουλειά του: μπορεί και σκίζει τον αόρατο τοίχο που χωρίζει τους κόσμους, ανοίγει δρόμους και μονοπάτια για να μπορούν οι κόσμοι αυτοί να επικοινωνήσουν και να μπαίνει ο ένας μέσα στον άλλον.
Μια σπαθιά φτάνει: και δίπλα στο ερειπωμένο σπίτι, κάτω από τη βελανιδιά, η κυρα-Διάβα σαν ίσκιος, στέκεται ακίνητη για ώρες περιμένοντας τον ανυποψίαστο διαβάτη. Αν φανεί κανένας, η κυρα-Διάβα του ψιθυρίζει παράξενα πράγματα. Κι αν εκείνος, κάνει το λάθος και της απαντήσει, η κυρα-Διάβα του παίρνει τη φωνή και χάνεται. Μα κι αν δεν της απαντήσει, εκείνη καρφώνεται σα θύμηση στο μυαλό του και συνεχίζει να του ψιθυρίζει...
Μια σπαθιά φτάνει: κι οι πηγές γεμίζουν με αερικά και νεράιδες που λούζονται και χτενίζουν τα μακριά χρυσά μαλλιά τους...
Μια σπαθιά φτάνει: και τα τρίστρατα γεμίζουν με μικρούς δαίμονες που πειράζουν τους ανθρώπους, πετροβολώντας τους από τις σκιές...
Μια σπαθιά φτάνει: και τα χωράφια αντηχούν από τις φωνές και τους χορούς των ξωτικών και των νεράιδων...
Μια σπαθιά φτάνει: κι ο κόσμος μας δεν είναι πια ο κόσμος που ξέραμε…
Ο γέρος που μου διηγήθηκε την ιστορία αυτή ένα βράδυ, σε κάποιο χωριό της Σαμοθράκης, καθόταν σε μια μικρή ξύλινη καρέκλα που ακουμπούσε στον κορμό μιας βελανιδιάς. Τον είχα συναντήσει τυχαία σ’ έναν από τους νυχτερινούς μου περιπάτους στα περίχωρα του χωριού. Άκουγα για κάμποση ώρα τις ιστορίες του, καθισμένος πάνω σε μια πέτρα απέναντί του.
Αυτός ήταν που μου είπε για εκείνο το παράξενο μονοπάτι του νησιού, που όποιος το περπατήσει όταν έχει φεγγάρι, βλέπει έκπληκτος πως δε ρίχνει μια σκιά πάνω στο δρόμο, αλλά δυο(!). Και πως μπορεί τις νύχτες να ακούσεις εκεί, κάποιους να κουβεντιάζουν και να συζητάνε ήρεμα, χωρίς να υπάρχει ψυχή γύρω σου.
Μου είπε για μια παράξενη θύελλα που κατεβαίνει απότομα από τις χαράδρες των βουνών κι είναι ο φόβος και ο τρόμος των ναυτικών. Μου εξήγησε όμως ότι οι παλιοί ναυτικοί του νησιού ήταν ατρόμητοι και δε φοβόταν τίποτα, γιατί όπως έλεγαν, όποιος θυσιάζει στους Κάβειρους, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από τη θάλασσα.
Και πως οι Κάβειροι ήταν «δαιμόνοι από κάτω απ’ τη γης που έκαιγαν ολόκληροι, φλόγες και φλόγες». Και πως τα μεγάλα τους μυστικά τα μάθαιναν μερικοί μόνο, μέσα σε σπηλιές βαθιά μέσα στη γη. Μίλησε και για την Αρχοντόπετρα, έναν όγκο από βράχους στην άκρη της θάλασσας, που «από κάτω έχει ζεστά νερά» και οι νησιώτες λένε για την περιοχή, πως: «Αν θάψεις εδώ έναν πεθαμένο, τότε αυτός θα σηκωθεί και πάλι ζωντανός»(!)…
Απόσπασμα από το βιβλίο Ξωτικά του Ναούμ Θεοδοσιάδη που κυκλοφορεί από το Mystery House.
Η γοητευτική αυτή ιστορία αλιεύθηκε από το περιοδικό mystery
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου