Χωρίς Βαρύτητα!

ΤΟ " nο Gravity Zone" αποτελεί το παιδί του ιστότοπου γνωστού ως "ενάντια στην επιπεδούπολη" (antidras.blogspot.gr). Με ορμητήριο αυτό το χώρο, ανοίγουμε τα φτερά μας για πτήσεις προς θαυμαστούς, παράξενους, φιλόξενους κι αφιλόξενους, μα σίγουρα θαυμαστούς ορίζοντες. Μακρινούς ή κοντινούς, "εσωτερικούς" κι εξωτερικούς. Μεταφέρουμε εδώ κι επιλεγμένα κείμενα, δικά μας κι όχι μόνο, από το παλιό μπλογκ. Το "παλιό μας σπίτι" θα συνεχίζει να μας φιλοξενεί και αυτό και να αποτελεί σημείο αναφοράς και για καινούργιες εδώ αναρτήσεις μας.
Η
υπέρβαση των ανθρώπινων όντων προς ανώτερα (κι άρα ποιοτικότερα) επίπεδα ύπαρξης αποτελεί, όπως το βλέπουμε εμείς, αποτέλεσμα των ιδιοτήτων εκείνων που συνιστούν το μεγαλείο του ανθρώπου: Απλότητα, Ανεξαρτησία Αντίληψης, Αμφισβήτηση των συλλογικά αποδεκτών καταστάσεων και παραστάσεων, Περιέργεια, Φαντασία, Εκστατική διαίσθηση, Εκστατικός Θαυμασμός. Κι εμείς σκοπεύουμε στο νέο εγχείρημά μας να αδράξουμε κι αυτές τις ποιότητες που διαμορφώνουν κι ανάλογες διαδρομές κι αφηγούνται ιστορίες για "περιοχές μυθικές ή απαγορευμένες" .
(Ποιοι άραγε ορίζουν τι είναι μύθος ή απαγορευμένο ή απρόσιτο για τις μάζες και πόσοι ακόμη κι αυτοαποκαλούμενοι ή θεωρούμενοι ως "επαναστάτες" ενστερνίζονται αυτές τις οδηγίες;)
Κάτι μέσα μας μάς τρώει να αιωρηθούμε πάνω απ'όλη την ακαμψία και στατικότητα και πάνω απ'όλες τις παρανοήσεις του κόσμου, χαράσσοντας ρότα για τη λεωφόρο των...άστρων! Κάνοντας και μια απαραίτητη στάση στο "Μπαράκι στην Άκρη του Γαλαξία", ωθούμενοι από μια αρχέγονη μέθη, για να γευτούμε παράξενα ελιξίρια, μεθυστικά κοκτέηλ αστρικής σκόνης, κοσμικής ακτινοβολίας και φλεγόμενα υπολείμματα αστρικών (κι όχι μόνο) συστημάτων, με παγάκια από την ουρά αλητήριων αστεροειδών.
Και για να καταφέρουμε αυτά κι ακόμη περισσότερα, πρέπει να αφήσουμε τη...βαρύτητα πίσω μας. Χωρίς να ξεχάσουμε να πατάμε και γερά στο έδαφος!

Bρίσκεστε σε "no Gravity Zone" λοιπόν! Γιατί είμαστε ονειροπόλοι και με αιτία:

ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΙ (του ανιχνευτή)


Ονειροπόλος είναι αυτός που μπορεί να βρει τον δρόμο του μόνο στο φως του φεγγαριού. Τιμωρία του είναι ότι βλέπει το ξημέρωμα πριν τον υπόλοιπο κόσμο. - ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ

Αυτή είναι και η κατάρα του! Η πιο γλυκιά και πικρή συνάμα, η πιο αποκηρυγμένη και γι'αυτό ανεκτίμητης αξίας, η πιο επικίνδυνη και γι'αυτό άξια μόνο για όσους αντέχουν να τη βαστάξουν, η πιο μαγική και συνάμα απαιτητική, η πιο δύσκολη να περιγραφεί με τη συνηθισμένη μορφή ανθρώπινης έκφρασης, κατάρα του κόσμου ετούτου.
Αλλά τι θα'τανε ο κόσμος χωρίς τους "καταραμένους" του; Αν όχι καταδικασμένος, από πολύ παλιά, σε έλλειψη οξυγόνου και σε πλήρη μαρασμό;

Ονειροπόλοι είναι αυτοί που, με τις (μυστηριώδεις για την κοινή λογική) ενοράσεις και τα όνειρά τους και τη διάθεσή τους να γυρέψουν την εκπλήρωσή τους, επιτρέπουν ακόμα στη γη να γυρνάει!
Oνειροπόλοι είναι αυτοί που βλέπουν όσα οι πιο πολλοί αδυνατούν ή αρνούνται να δουν, γιατί δεν μπορούν να εγκαταλείψουν τη βολή του δοσμένου, καθιερωμένου πλαισίου. Αυτοί που ανακαλύπτουν τις εικόνες πίσω από τις εικόνες ή ανοίγουν το δρόμο προς νέους κόσμους εκεί όπου οι παλιοί αργοπεθαίνουν και σβήνουν.
Αλλά αυτό έχει πάντα τίμημα και τις περισσότερες φορές πολύ σκληρό.
Ονειροπόλοι είναι κι αυτοί που συχνά οδηγούνται στο γλυκόπικρο καταφύγιο της μοναξιάς και στην τρέλα που επίσης συχνά συνοδεύει την "ιερή μέθη" τους. Αυτοί που, διόλου σπάνια, συντρίβονται κάτω από όλη την κακότητα, τη μικροψυχία και το φθόνο που ξεχειλίζει στον κόσμο.
Αλλά και αυτοί οι οποίοι σαν τους τρελούς αλήτες που σέρνονται από μια πλανεύτρα εσωτερική μούσα: "ποθούν τα πάντα ταυτόχρονα, αυτοί που ποτέ δε χασμουριούνται ή λένε έστω και μία κοινοτοπία, αλλά που καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά, που σκάνε σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στα αστέρια κι από μέσα τους ξεπηδά το μπλε φως της καρδιάς τους, κι όσοι τους βλέπουν κάνουν: Αααα!!!! με θαυμασμό' (να θυμηθούμε και τον Τζακ Κέρουακ στο βιβλίο του "on the road")

Και αυτό που κάνει τη διαφορά είναι ότι... " ο ταξιδιώτης παίρνει μονάχα ένα δρόμο. Ο ονειροπόλος τους παίρνει όλους. "(Julos Beaucarne)

Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Το Ιμάτζικον



Το Ιμάτζικον – του George Henry Smith

Ο Ντάντορ έγειρε πίσω στο ζεστό μετάξι του καναπέ και τεντώθηκε νωχελικά. Ύστερα, άφησε τα μάτια του να περιπλανηθούν στο ψηλό ταβάνι του παλατιού του και μετά να χαμηλώσουνε στην όμορφη ξανθιά που ‘τανε γονατισμένη στα πόδια του. Η ξανθιά τελείωνε τη φροντίδα του άψογου πεντικιούρ του, ενώ η φιλήδονη καστανομάλλα με τους χυτούς γοφούς και τα σαρκώδη ολοκόκκινα χείλη έσκυβε να του ρίξει άλλη μια ρόγα σταφυλιού στο στόμα.

Περιεργάστηκε τη ξανθιά, που τ’ όνομά της ήτανε Σέσιλι κι αναλογίστηκε τις άλλες υπηρεσίες που του ‘χε προσφέρει στη διάρκεια της νύχτας. Ήτανε καλή, πολύ καλή. Αλλά σήμερα την έβρισκε βαρετή, όπως βαρετή έβρισκε και τη καστανομάλλα -πως τη λέγαν αυτή αλήθεια;- όπως βαρετές έβρισκε και τις χυμώδεις δίδυμες καστανομάλλες, όπως … Χασμουρήθηκε.

Μα γιατί, Θεέ μου, ήταν όλες τους τόσον εκνευριστικά ερωτιάρες και τόσο πρόθυμες να του ικανοποιήσουνε το κάθε κέφι και καπρίτσιο; «Θα ‘λεγε κανείς» σκέφτηκε με πικρόχολη γκριμάτσα, «πως όλες ήτανε δημιουργήματα της φαντασίας του. Ή μάλλον» -μόνο που δε γέλασε στη σκέψη- «σα να ‘τανε δημιουργήματα της μεγαλύτερης απ’ όλες τις εφευρέσεις του ανθρώπου: το Ιμάτζικον».

-«Ορίστε, δεν είναι ωραία;» έκανε η Σέσιλι και τραβήχτηκε πίσω για να θαυμάσει με καμάρι τη δουλειά της. Ο Ντάντορ ένιωσε γελοίος. Ύστερα, η Σέσιλι τον έκανε να νιώσει ακόμα πιο γελοίος, όταν έσκυψε και φίλησε με τα φλογερά κόκκινα χείλη της το δεξί του πόδι. «Ω Ντάντορ! δεν ξέρεις πόσο σε λατρεύω!» του ψιθύρισε.

Εκείνος αντιστάθηκε στον πειρασμό να δώσει μια γερή κλοτσιά με το φρεσκοπεριποιημένου πεντικιούρ πόδι του, στα ολοστρόγγυλα και προκλητικά της πισινά. Συγκρατήθηκε όμως, γιατί ακόμα και σε κάτι τέτοιες στιγμές, όταν η ζωή με τούτες τις γυναίκες άρχιζε να του φαίνεται εξωπραγματική, προσπαθούσε να ‘ναι όσο μπορούσε πιο ευγενικός μαζί τους. Ακόμα κι όταν η λατρεία κι αγάπη τους απειλούσαν να τον πεθάνουν από βαρεμάρα, προσπαθούσε να ‘ναι καλός κι ευγενικός. Έτσι αντί να κλωτσήσει τη Σέσιλι, προτίμησε να χασμουρηθεί. Το αποτέλεσμα ήτανε σχεδόν το ίδιο. Τα γαλανά μάτια της ανοίξανε διάπλατα από φόβο. Ακόμα κι η καστανομάλλα σήκωσε τα πελώρια μάτια της από το σταφύλι που κρατούσε και τα χείλη της αρχίσανε να τρεμουλιάζουν.

-«Δε δε σκοπεύεις να μας εγκαταλείψεις, ε;» ψέλλισε μ’ αγωνία η Σέσιλι. Ο Ντάντορ χασμουρήθηκε πάλι και της χάιδεψε αφηρημένα το κεφάλι.

-«Μόνο για λίγο, αγαπούλα».


-«Ω Ντάντορ!» έσκουξε η καστανομάλλα. «Δε μας αγαπάς;»

-«Ντάντορ μη μας αφήνεις, σε παρακαλώ», έκανε η ξανθιά ικετευτικά. «Θα κάνομε το παν για να σε κάνουμε ευτυχισμένο».

-«Το ξέρω» τη διαβεβαίωσε, στέκοντας όρθιος και τεντώνοντας το κορμί του. «Είστε κι οι δυο πολύ γλυκιές. Αλλά κατά κάποιο τρόπο νιώθω μέσα μου να με τραβά»

-«Μείνε σε παρακαλώ», τον παρακάλεσε η καστανομάλλα, πέφτοντας στα πόδια του. «Θα κάνουμε ένα όμορφο πάρτι με σαμπάνιες. Θα σου προσφέρουμε ό,τι ποθεί η ψυχή σου. Θα πάμε να φωνάξουμε και τις άλλες κοπέλες. Θα χορέψω για χάρη σου»

-«Λυπάμαι Δάφνη», την έκοψε, έχοντας θυμηθεί τελικά τ’ όνομά της, «αλλά κορίτσια, αρχίσατε να μου φαίνεστε εξωπραγματικές κι όταν συμβαίνει αυτό, είμαι αναγκασμένος να φύγω».

-«Μα» η Σέσιλι έκλαιγε τώρα με τέτοια αναφιλητά που με δυσκολία έβγαζε τις λέξεις, «όταν μας αφήνεις … είναι σχε… σχεδόν… σα να … μας γυρίζεις … το διακόπτη».

Τα λόγια της τον μελαγχολήσανε λιγάκι, γιατί από μιαν άποψη ήταν αλήθεια. Όταν έφευγε ήτανε σχεδόν σα να τις έσβηνε, γυρίζοντας ένα διακόπτη. Αλλά, αλήθεια ή όχι, δε μπορούσε να κάνει τίποτα, γιατί η έλξη που ένιωθε να τον τραβά σε κείνο τον άλλο κόσμο ήταν ακατανίκητη. Έριξε μια τελευταία ματιά στην απίστευτη χλιδή του τεράστιου παλατιού του, στην ομορφιά των γυναικών και στον ζεστό ήλιο που χυνόταν μες από τα παράθυρα. Ύστερα από λίγο, όλ. αυτά είχανε χαθεί.

Το πρώτο πράγμα που άκουσε βγαίνοντας από το Ιμάτζικον, ήτανε το ουρλιαχτό του ανέμου. Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήτανε το φοβερό κρύο. Το αμέσως επόμενο που του χτύπησε τ’ αφτιά, ήταν η τραχιά φωνή της γυναίκας του: «Ωστε δέησες επιτέλους να ‘βγεις από δαύτο, αχαΐρευτε;» του φώναξε. «Καιρός ήτανε, χαραμοφάη, μισή μερίδα άντρα!»

Είχε στ’ αλήθεια επιστρέψει στον Νεστρόντ, στη πιο παγωμένη κόλαση που ο άνθρωπος είχε αποικίσει στο σύμπαν. Κατ’ επανάληψην είχε πάρει απόφαση να μη ξαναγυρίσει ποτέ κει. Αλλά ξαναγύριζε, πίσω στον Νεστρόντ και στη γυναίκα του, τη Νόνα.

«Αρκετό καιρόν έλειψες, αναίσθητε!» βρυχήθηκε η Νόνα. Ήτανε μια πελώρια κοκαλιάρα, με λιγδιάρικα μαλλιά που κρέμονταν σα μαύροι σπάγκοι. Το πρόσωπό της ήτανε φαρδύ και πλακουτσό, με στενά χείλη και στραβά, κιτρινισμένα δόντια. «Θεέ μου, είναι κακάσχημη», συλλογίστηκε αυτός, κοιτάζοντάς τη. Δίπλα της η Σέσιλι κι οι άλλες, ήτανε Θεές.

«Και καλά έκανες που γύρισες, γιατί οι παγόλυκοι έχουν αρχίσει να ξεθαρρεύουνε και χρειαζόμαστε παγωμένη τύρφη για τη φωτιά και …»


Ο Ντάντορ στεκόταν ασάλευτος εκεί, ακούγοντας το ατέλειωτο κατεβατό από τις αγγαρείες που του ‘χε ετοιμάσει η γυναίκα του. «Μα» αναρωτήθηκε από μέσα του, «γιατί δε φώναζε κάποιον από τους αγαπητικούς της, από τα ορυχεία να τις κάνουνε;» Ήξερε δίχως να χρειάζεται να του το πούνε, πως οι εραστές της μπαινοβγαίνανε συνέχεια εκεί, όταν εκείνος απουσίαζε.

Η Νόνα ήτανε τόσον άπιστη όσο κι ασκημομούρα. Κι εφόσον αναλογούσαν είκοσι άντρες για κάθε γυναίκα σε τούτο τον πλανήτη, της δίνονταν άφθονες ευκαιρίες να τον κερατώνει. -«… κι ο στάβλος χρειάζεται νέα στέγη», τελείωσε η γυναίκα του. Μη παίρνοντας άμεση απάντηση, κόλλησε απειλητικά το πρόσωπό της στο δικό του. «Μ’ άκουσες τι σου είπα; Αυτές οι δουλειές πρέπει να γίνουνε!»

-«Σ’ άκουσα», αναστέναξε καρτερικά ο Ντάντορ.

-«Τότε τι στέκεσαι σα κόπανος; Κάτσε να περιδρομιάσεις το πρωινό σου και μετά τράβα έξω να δουλέψεις». Το πρωινό ήταν ένα χοντρό, σιτεμένο κομμάτι χοιρινό, όλο ξίγκι κι ένα πιάτο χλιαρός χυλός. Του κάθισε στο λαιμό, αλλά τελικά κατάφερε να το πάει κάτω. Ύστερα φόρεσε τη θερμοφόρμα και τις γούνες του και κίνησε για τη πόρτα.

-«Ξέχασες ζωντόβολο!» του φώναξε η γυναίκα του, παίρνοντας μια προστατευτική μάσκα προσώπου από τα συμπράγκαλα που γεμίζανε το τραπέζι και πετώντας τη προς το μέρος του: «Θες να ξυλιάσει η μύτη σου και να σου πέσει»;

Ο Ντάντορ φόρεσε τη μάσκα του γοργά για να κρύψει την οργή από το πρόσωπό του. Ύστερα άνοιξε τη πόρτα και βγήκε έξω. Ο άνεμος τον χαστούκισε στο πρόσωπο, στέλνοντας χαλάζι από παγοκρύσταλλα στη μάσκα του. Ω! Νεστρόντ! Θεέ μου, γιατί στο Νεστρόντ; Ατενίζοντας το παγερό τοπίο, αναλογίστηκε με λαχτάρα τη σχετική ζεστασιά της καλύβας του. Η σκέψη του πέταξε στον μαύρο θαλαμίσκο του Ιμάτζικον. Στεκότανε στη μόνη λεύτερη γωνιά της καλύβας κι ήταν ο μοναδικός δρόμος διαφυγής πίσω προς.

Αλλά όχι, δε μπορούσε να γυρίσει τόσο σύντομα. Τον περιμένανε τόσες και τόσες δουλειές εδώ. Έτσι με το τσεκούρι στον ώμο, άρχισε να βαδίζει στη παγωμένη ερημιά του αρχαίου βάλτου απ’ όπου προμηθευόντανε τη παγωμένη τύρφη που χρησιμοποιούσανε για καύσιμο. Όλο το πρωί, με τον άνεμο να λυσσομανά γύρω του και το φοβερό κρύο να κάνει μαρτύριο τη κάθε του ανάσα, έκοβε και στοίβαζε κομμάτια παγωμένης τύρφης. Κάποια στιγμή, ο ξεπλυμένος κίτρινος ήλιος έσκασε μύτη φευγαλέα πίσω από τα σύννεφα των παγοκρυστάλλων.

Ο Ντάντορ κοίταξε κι είδε πως ήτανε σχεδόν πάνω από το κεφάλι του. Καιρός να γυρίσει. Έδεσε μια μεγάλη στοίβα από τις πλάκες της τύρφης, τις ζαλώθηκε στον ώμο και πήρε το δρόμο της επιστροφής, προς τις ελεεινές καλύβες του οικισμού του Νεστρόντ.

Η Νόνα του πέταξε μπροστά ένα μπολ με νερουλή σούπα κι ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί, αποκαλώντας το γεύμα. Ο Ντάντορ το ‘φαγε αμίλητος και μετά τράβηξε για το πίσω μέρος της καλύβας για να περάσει το απόγευμα σκάβοντας τον νέο βόθρο.

Το σκάψιμο έκανε τη πρωινή δουλειά να μοιάζει με κούρα ανάπαυσης. Το χώμα ήτανε παγωμένο σα πέτρα από τη μέρα που ο Νεστρόντ πρωτάρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον αδύναμον ήλιο του. Ώσπου να σουρουπώσει, η ράχη, η μέση και τα πόδια του πονούσαν αβάσταχτα. Αν και δεν είχε προχωρήσει ούτε μισό μέτρο, ο ερχομός της νύχτας τον υποχρέωσε να σταματήσει τη δουλειά. Επέστρεψε ξεθεωμένος στη καλύβα με μια μονάχα σκέψη στο μυαλό του: να κοιμηθεί.

Το ουρλιαχτό που τον έκανε να τιναχτεί από τον πρώτο ανήσυχον ύπνο, του φαινόταν να ‘ρχεται από τα βάθη της ίδιας της κόλασης.

«Τι … τι ήταν αυτό;» μουρμούρισε νυσταγμένα.

«Οι παγόλυκοι, ηλίθιε! Τι άλλο;» γρύλισε η Νόνα από δίπλα του. «Λιμπίζονται τα ζωντανά μας και προσπαθούν να μπούνε στο στάβλο! Αντε έξω να τους σταματήσεις!» Ο Ντάντορ σηκώθηκε μουδιασμένος κι άρχισε να ντύνεται, ενώ κι άλλο ένα δαιμονικόν ουρλιαχτό ξέσκισε τη νύχτα απ’ έξω. Απλωσε το χέρι για το ντουφέκι λέιζερ, όταν η Νόνα γκάρισε πάλι: -«Αντε, παρ’ τα πόδια σου! Αυτά τα θηρία μπορούν να κομματιάσουνε τους κορμούς στο τοίχο του στάβλου σα να ‘τανε σπιρτόξυλα».

Στάθηκε έξω από τη πόρτα με το φακό στο ‘να χέρι και το τουφέκι στ’ άλλο. Είδε τους παγόλυκους σχεδόν αμέσως. Ήτανε δυο φοβερά εξάποδα τέρατα. Το ένα τους στεκότανε στα τέσσερα πίσω πόδια του και με τα πελώρια σαγόνια του έκοβε κομμάτια ολάκερα από τον τοίχο του στάβλου. Μπορούσε ν’ ακούσει τα τρομαγμένα μουγκανητά των αγελάδων από μέσα. Αρχισε να βαδίζει με δυσκολία στο χιόνι προς το θηρίο. Εκείνο τον άκουσε και γύρισε τα φλογερά κόκκινα μάτια του, προς το μέρος του.

Για μια στιγμή συνέχισε να κομματιάζει τα ξύλα του τοίχου, αλλά μετά γύρισε κι όρμησε με μεγάλα σάλτα καταπάνω του. Αιφνιδιασμένος ο Ντάντορ σε πρόλαβε να πετάξει το φακό και να σηκώσει τ’ όπλο σε θέση βολής. Έτσι αναγκάστηκε να ρίξει από το ύψος της μέσης κι η ακτίνα πέτυχε το τέρας στον ώμο. Δεν έφτανε τούτο για να το σταματήσει. Ο Ντάντορ παραμέρισε σβέλτα καθώς το πελώριο πλάσμα περνούσε από δίπλα του και μετά του διάλυσε το κεφάλι. Το ακέφαλο κουφάρι γλίστρησε τσουλιστά στο χιόνι σκορπίζοντας αίμα παντού και τότε λίγο έλειψε να χάσει κι ο ίδιος τη ζωή του. Αυτό γιατί για κλάσματα δευτερολέπτου, είχε ξεχάσει πως το πλάσμα είχε και σύντροφο.

Το θυμήθηκε μονάχα όταν το θηρίο τον χτύπησε από πίσω και τον έστειλε να σωριαστεί φαρδύς-πλατύς στο παγωμένο έδαφος. Την άλλη στιγμή το τερατώδες πλάσμα βρισκόταν από πάνω του. Ο Ντάντορ ούρλιαξε νιώθοντας ένα νύχι ν’ αποσπά κομμάτια από τη σάρκα του μηρού του, ενώ τα πελώρια σαγόνια ζυγώνανε προς τον λαιμό του. Ο φακός είχε γλιστρήσει από το χέρι του, αλλά το τουφέκι εξακολουθούσε να κρέμεται με το λουρί από τον ώμο του.

Το δάχτυλό του βρήκε τη σκανδάλη και τη τράβηξε με την ισχύ του στο φούλ. Η ακτίνα λέιζερ διάλυσε το ένα πόδι του παγόλυκου από το γλουτό και κάτω και το πλάσμα έπεσε πέρα νεκρό καθώς το ‘βρισκε και μια δεύτερη. Ύστερα ο Ντάντορ ένιωσε το σκοτάδι να τον τυλίγει. Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια του, είδε πως ήτανε ξαπλωμένος στο τραπέζι της καλύβας.

Η Νόνα κι ένας άγνωστος σκύβαν από πάνω του. -«Ωραία τα κατάφερες και πετσοκόφτηκες τούτη τη φορά!» γρύλισε η Νόνα μόλις είδε ν’ ανοίγει τα μάτια.

-«Το πόδι χρειάζεται ακρωτηριασμό», είπε ο ξένος.

-«Είσαι γιατρός;» ρώτησε ο Ντάντορ με βραχνό ψίθυρο.

-«Ο μοναδικός που θα βρεις από δω ως τον Αλφα Του Κενταύρου» αποκρίθηκε ο άλλος.

-«Ο πόνος είν’ αβάσταχτος, δε μπορείς να μου δώσεις τίποτα για τον πόνο;»

-«Σου ‘δωσα ήδη τη τελευταία μου μορφίνη. Πίσω στη Γη μπορεί να σώζαμε το πόδι σου, αλλά εδώ» έκανε μιαν αόριστη κίνηση ανημποριάς. Ο Ντάντορ ένιωθε το σκισμένο πόδι του σα να ‘τανε βουτηγμένο σε λιωμένο σίδερο. Έκανε μορφασμό πόνου και μετά είδε το αχνό χαιρέκακο χαμόγελο στα χείλη της Νόνα, καθώς έλεγε: -«Δίχως μορφίνη ή άλλο παυσίπονο, το κόψιμο του ποδιού του θα πονά σα μαρτύριο της κόλασης, ε γιατρέ;» -«Έχω φέρει ουίσκι στο αμάξι μου», αποκρίθηκε ο γιατρός. «Θα πάω να το φέρω».

Όταν απομακρύνθηκε ο γιατρός, η Νόνα έσκυψε πάνω του και τον κοίταξε στα μάτια: -«Θα βλαστημήσεις την ώρα που γεννήθηκες, κούκλε μου. Θα σε πονέσει όσο με πονούσες κι εσύ κάθε φορά που ‘φευγες και με παράταγες έτσι. Κάθε φορά που χωνόσουνα σε κείνο το μαύρο σου κουτί».

-«Όχι, Νόνα, όχι! Δεν πονούσες! Εσύ δεν» σκόπευε να πει πως αυτή δεν είχε καν την ικανότητα να πονά, αλλα συγκρατήθηκε, γιατί δεν ήτανε σίγουρος αν αυτό ήταν αλήθεια.
-«Μ’ ένα πόδι μονάχα δε θα μπορείς να φτάσεις από μόνος σου σε κείνο το καταραμένο το μηχάνημα», του είπε μοχθηρά. «Έτσι θα μένεις πάντοτε δω και θα ‘σαι καλός μαζί μου».
-«Νόνα! Όχι! Δεν καταλαβαίνεις!» ο Ντάντορ άρχισε να την ικετεύει, αλλά κείνη την ώρα ξαναγύρισε ο γιατρός μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι στη μαύρη τσάντα του.
-«Έλα, ρούφα το γρήγορα», είπε, δίνοντάς του το μπουκάλι. Το ‘πιε σχεδόν μονορούφι. Αλλά το ουίσκι δεν τον βοήθησε και πολύ. Ο γιατρός έκοβε και πριόνιζε. Ο Ντάντορ ήτανε σίγουρος πως το κρανίο του θ’ άνοιγε στα δυο από τα ουρλιαχτά του και μόνο. Ήτανε στιγμές που αναρωτιότανε γιατί οι κατάρες του δε σπάζανε τα λουριά που τον κρατούσαν ακίνητο ή δεν έκαναν επιτόπου στάχτη και τους δυο βασανιστές του.
-«Νομίζω τελειώσαμε» είπε κάποια στιγμή ο γιατρός, καθώς ο αβάσταχτος πόνος έσυρε πάλι ανελέητα τον Ντάντορ από τα βάθη της λιποθυμίας. «Μένει μοναχά να καυτηριάσουμε τη πληγή, αλλιώς θα πεθάνει από αιμορραγία. Βλέπεις δεν έχω και τίποτα καλύτερο από τη φωτιά για δαύτο. Έλα να με βοηθήσεις να πυρώσω τούτη τη μασιά, γυναίκα».

Ο Ντάντορ συνήλθε εντελώς προλαβαίνοντας τη ματιά που του ‘ριξε η Νόνα πάνω από τον ώμο της, πριν κοιτάξει με μίσος προς το Ιμάτζικον. Ήτανε σα να το ‘λέγε καθαρά: «Ανήκεις σε μένα τώρα, σε μένα και μόνο. Τέρμα τα ξεπορτίσματα σου με δαύτο».

Δε μπορεί να του το ‘κανε τούτο! Ήταν αδύνατο! Γιατί του συμπεριφερόταν έτσι; αναρωτήθηκε ο Ντάντορ μέσα στη θολούρα της μορφίνης, του αλκοόλ και του πόνου. Αλλά δε μπορούσε να βρει καμίαν απάντηση. Ενώ η γυναίκα του κι ο γιατρός απομακρύνονταν για να ετοιμάσουνε το σίδερο που θα καυτηριάζανε τ’ απομεινάρι του ποδιού του, το μαύρο, στενόμακρο σα φέρετρο, κουτί του Ιμάτζικον γέμισε τα μάτια και το μυαλό του.

Αν ο πόνος δεν ήτανε τόσον αβάσταχτος και πέρα από κάθε λογική, ίσως να μην έβρισκε το κουράγιο να κυλήσει από το τραπέζι στο πάτωμα και ν’ αρχίσει να σέρνεται προς τον μαύρο θαλαμίσκο, αφήνοντας πίσω του μια γραμμή αίματος. Ο μαύρος θαλαμίσκος. Κατά κάποιο τρόπο το ‘ξέρε πως αντιπροσώπευε την ανακούφιση από τον πόνο, μια υπόσχεση ενός έσχατου καταφυγίου.

Κατάφερε να τον φτάσει χωρίς να τον πάρουν είδηση και με μιαν υπέρτατη προσπάθεια, μπόρεσε ν’ ανασηκωθεί αρκετά για να πιέσει τη παλάμη του στο κατάλληλο σημείο. Ο αισθητήρας της συσκευής που ήτανε το μοναδικό εμπόδιο ανάμεσα σε τούτο και σε κείνο το άλλο σύμπαν, αναγνώρισε αμέσως τη ταυτότητά του και του άνοιξε. Περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός, ο Ντάντορ σωριάστηκε μέσα στο Ιμάτζικον κι η πόρτα έκλεισε αθόρυβα πίσω του.

-«Ω, Ντάντορ! Ντάντορ καλέ μου!» φώναξε χαρούμενα η Σέσιλι μόλις τον είδε, αγκαλιάζοντάς τον με τα βελούδινα, ζεστά χέρια της.
-«Αγαπούλη, ξαναγύρισες!» του ψιθύρισε χαδιάρικα η Δάφνη.
-«Είμαστε τόσον ευτυχισμένες που σε ξαναβλέπουμε!» γουργούρισε σιγανά κι η κοκκινομάλλα Τέρι.
-«Είμαστε τόσον ευτυχισμένες που σε ξαναβλέπουμε!» επανάλαβε κι η δίδυμη αδερφή της, η Τζέρι.
-«Κι εγώ είμαι ο ευτυχέστερος απ’ όλους!» τις διαβεβαίωσε ο Ντάντορ κοιτάζοντας κάτω στο πόδι του, στο εντελώς ανέπαφο και γερό πόδι του. Δεν ένιωθε τον παραμικρό πόνο τώρα. «Δόξα τω Θεώ!» μουρμούρισε «Ξαναγύρισα!»

Το Ιμάτζικον είχε κάνει τη δουλειά του καλά!

Την είχε κάνει τέλεια, για μιαν ακόμη φορά! Τον είχε μεταφέρει πέρα σ’ ένα κόσμο φαντασίας και μετά τον είχε φέρει πάλι πίσω, στην πραγματικότητα, στην υπέροχη, τη θεσπέσια πραγματικότητα! Ο Ντάντορ ανακάθισε και κοίταξε ολόγυρα στο ζεστό, θαυμάσιο κόσμο του. Ήταν ο κόσμος της Γης του 22300 μ.κ.ε. ο κόσμος εκατό χρόνια μετά τον Λοιμό.

Η επιδημία του είχε χτυπήσει εκλεκτικά στα σερνικά γονίδια, μειώνοντας τον αντρικό πληθυσμό σε λίγες χιλιάδες άτομα, κάνοντας έτσι τον κάθε άντρα, επίκεντρο λατρείας και πάθους, ενός χαρεμιού, ενός μαινόμενου πλήθους γυναικών. Πολλοί από τους επιζήσαντες άντρες δεν είχανε καταφέρει ν’ αντέξουνε το στρες, Μια ζωή που ‘ταν αντικείμενα λατρείας ενός πλήθους γυναικών, μια ζωή όπου τα πάντα ήτανε δικά τους, είχε αποδειχτεί αφόρητη γι’ αυτούς.

Μετά είχε έρθει το Ιμάτζικον, μια εφεύρεση που ‘φτιάχνε όποιο κόσμο επιθυμούσε ο καθένας. Μερικοί άντρες είχανε χρησιμοποιήσει το Ιμάτζικον για να πλάσουν ακόμα πιο εξωτικούς και θαυμαστούς κόσμους από κείνο που θα ζούσαν, αλλ’ αυτό ήταν απλώς μια πιο χορταστική μερίδα από το ίδιο φαγητό. Το αποτέλεσμα ήτανε να νιώθουνε πιο ανικανοποίητοι από ποτέ. Ο Ντάτορ όμως είχε φερθεί πολύ φρόνιμα: με το δικό του Ιμάτζικον είχε δημιουργήσει ένα κόσμο ένα κόσμο παγωνιάς και τρόμου που λέγεται Νεστρόντ.

Γιατί ο Ντάντορ είχε συνειδητοποιήσει μια μεγάλη αλήθεια: Τι αξίζει ο ουρανός αν δεν έχεις κάτι για να τον συγκρίνεις; Δίχως μια γεύση Κόλασης πως θα μπορούσες να εκτιμήσεις τον Παράδεισο;

@George Henry Smith [Τζώρτζ Χένρυ Σμιθ] «In the Imagicon»


Το διαβάσαμε (και εντυπωσιαστήκαμε) στο terra papers

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου