Πήγα για έναν περίπατο ένα απόγευμα, κάτω από γέρικες
ιτιές, των οποίων οι κουτσουρεμένοι κορμοί έγερναν πάνω από ένα μικρό
ποταμάκι. Μια ομίχλη κάλυπτε το ποταμάκι, και γέμιζε την κοιλάδα πολύ πάνω
από τις κορυφές των ιτιών, κρύβοντας ως και τα ριζά των λόφων. Ακόμη
ψηλότερα, είδα να ξεκορφίζει μια νεφελώδης στήλη, με την κεφαλή της πάνω από
το επίπεδο των πρασινισμένων λόφων, εκεί που τερμάτιζαν στις παρυφές του
σκουρόχρωμου δάσους. Τόσο παράξενη φαινόταν εκεί, μες στην αχλύ του δειλινού, που
πλησίασα για να τη δω – κάτι που δεν μπορούσα να κάνω με ευκρίνεια από εκεί
που βρισκόμουν, καμιά εκατοστή γιάρδες μακριά, εξαιτίας της ομίχλης. Όσο
πλησίαζα, και η ομίχλη ανάμεσα μας λιγόστευε, την έβλεπα όλο και πιο καθαρά,
ώσπου έφτασα να στέκομαι κάτω από την ψηλή αυτή, διάφανη μορφή.
Ένα–ένα, φώτα άρχισαν να ανάβουν εκεί που πριν δεν υπήρχαν,
γιατί ήταν η ώρα που στα αγροτόσπιτα έβλεπαν τον ερχομό της νύχτας, και η
λάμψη από τα φωτισμένα, σαν άνθη, παράθυρα εδώ κι εκεί πρόσθετε
ομορφιά και μυστήριο στο λυκόφως. Στη μεγάλη μοναξιά, εκεί, χωρίς κανέναν να μιλήσω, στεκόμενος μπροστά σε εκείνη την πανύψηλη ομιχλώδη μορφή που ήταν τόσο μοναχική όσο εγώ, θα ήθελα να της μιλήσω. Και μετά μου ήρθε η περίεργη σκέψη «γιατί όχι;»· δεν υπήρχε κανένας άλλος να με ακούσει εκεί, και ούτε χρειαζόταν να μου απαντήσει. Έτσι, είπα «τι είσαι;» Κι ήταν τόσο
χαμηλόφωνη
και διαπεραστική η απάντηση, που στην αρχή νόμισα ότι ήταν πουλιά στις
καλαμιές και το νερό που μιλούσαν. «Ένα φάντασμα», φάνηκε να έλεγε. «Τι;»,
είπα. Και τότε, πιο καθαρά, είπε «δεν έχεις ξαναδεί φαντάσματα ποτέ;»ομορφιά και μυστήριο στο λυκόφως. Στη μεγάλη μοναξιά, εκεί, χωρίς κανέναν να μιλήσω, στεκόμενος μπροστά σε εκείνη την πανύψηλη ομιχλώδη μορφή που ήταν τόσο μοναχική όσο εγώ, θα ήθελα να της μιλήσω. Και μετά μου ήρθε η περίεργη σκέψη «γιατί όχι;»· δεν υπήρχε κανένας άλλος να με ακούσει εκεί, και ούτε χρειαζόταν να μου απαντήσει. Έτσι, είπα «τι είσαι;» Κι ήταν τόσο
Είπα ότι δεν είχα ξαναδεί ποτέ, και φάνηκε να χάνει το
ενδιαφέρον του για μένα. Για να ξανακερδίσω την προσοχή του, ει δυνατόν,
είπα ότι κάποιες φορές είχα δει παράξενα πράγματα στο λυκόφως, τα οποία πολύ
πιθανόν να ήταν φαντάσματα, αν και τότε δεν το ήξερα. Φάνηκε σαν η ψηλή
γκρίζα μορφή να ξαναπύκνωνε ελαφρώς, σαν το χαμένο της ενδιαφέρον να
επανερχόταν σταδιακά. Και σε τόνο που ακουγόταν περιφρονητικός για την
άγνοια μου, είπε «πιθανότατα ήταν».
«Και εσύ;» ρώτησα πάλι.
«Είμαι το φάντασμα αυτής της κοιλάδας.»
«Ανέκαθεν;» ρώτησα.
«Όχι ανέκαθεν, κάτι περισσότερο από χίλια χρόνια.
Πατέρας μου ήταν ο καπνός ενός από εκείνα τα αγροτόσπιτα, και μητέρα μου, η
ομίχλη πάνω από το ποταμάκι. Εκείνη, φυσικά, βρισκόταν εδώ από πάντα.»
Ήταν παράξενο να ακούω μια τέτοια ψηλή φιγούρα να μιλάει
με τόσο ψιλή φωνή. Αν υπήρχε καμιά νερόκοτα να κακαρίζει κοντά μου, θα
σκέπαζε τη φωνή του φαντάσματος, η οποία μόλις που ακουγόταν να ξεχωρίζει
από το κελάρυσμα του νερού, πέρα μακριά. «Πώς ήταν σ' αυτη την κοιλάδα όταν
εσύ ήσουν νέο;» ρώτησα.
Για λίγο, η ψηλή μορφή έμεινε σιωπηλή, μοιάζοντας να
γυρνάει αργά το κεφάλι, σαν να κοίταζε απ' άκρη σ' άκρη την κοιλάδα.
«Οι κορυφές των ιτιών δεν ήταν κομμένες, αλλά αυτό
συνέβαινε όταν ήμουν πολύ νέο. Λίγο αργότερα, τις έκοψαν. Δεν υπήρχαν τόσα
πολλά αγροτόσπιτα, ούτε κατά προσέγγιση τόσο πολλά, και αρχικά είχαν όλα
αχυροσκεπές. Άναβαν τις φωτιές τους τα απογεύματα, όλο το φθινόπωρο. Η
μητέρα μου αγαπούσε το φθινόπωρο· είναι για μας ό,τι η άνοιξη για εσάς. Ο
πατέρας μου υψώθηκε μέσω μίας από τις καμινάδες, ψηλά πάνω από την
αχυροσκεπή, τον παρέσυρε ο άνεμος, και έτσι γνωρίστηκαν. Θυμόταν τις
κουβέντες που γίνονταν στις παραστιές παλιά, αλλά μόνο λίγους αιώνες
παραπάνω από χίλια χρόνια. Η μητέρα μου μπορεί να θυμάται από πάντα. Θυμάται
όταν δεν υπήρχαν καλύβες εδώ, ούτε και άνθρωποι. Θυμάται τι υπήρχε, και
ξέρει τι θα επακολουθήσει.»
«Δε θέλω να ακούσω γι' αυτό.» είπα.
Κάτι σαν καγχασμός γέλιου φάνηκε να ξεφεύγει από το
φάντασμα. Ίσως, όμως, και να ήταν το κρώξιμο από πάπιες πέρα μακριά, που
αναχωρούσαν εκείνη την ώρα.
«Εσύ, το ίδιο, τι κάνεις;» ρώτησα.
«Παρασύρομαι, όποτε φυσάει άνεμος, όπως εσείς.»
«Παρασυρόμαστε; Εμείς δεν παρασυρόμαστε, έχουμε τις
τακτικές μας.» Ετοιμαζόμουν να τις εξηγήσω στο φάντασμα, όταν με διέκοψε.
«Όλοι σας παρασύρεστε από τους ανέμους ανήμποροι, εσύ
και οι φίλοι σου και οι εχθροί σου.»
«Εύκολο το 'χεις να επικρίνεις.» απάντησα.
«Δεν επικρίνω. Είμαι εξίσου ανήμπορο. Παρασέρνομαι από
δω κι από κει με κάθε άνεμο. Δεν μπορώ να ελέγξω τους ανέμους περισσότερο
απ' ό,τι εσείς μπορείτε να αλλάξετε τη μοίρα.»
«Ανοησίες.» είπα. «Είμαστε οι κυρίαρχοι της Δημιουργίας.
Έχουμε κάνει πολλές εφευρέσεις που εσύ δε θα καταλάβαινες ποτέ, εκεί κάτω,
δίπλα στο ποτάμι σου και τον καπνό από τα αγροτόσπιτα.»
«Είστε αναγκασμένοι να ζείτε μαζί τους.»
«Και εσύ;» ρώτησα.
«Φεύγω.»
«Γιατί;» το ρώτησα.
«Οι καιροί αλλάζουν.» είπε. «Οι παλιές παραστιές
αλλάζουν και δηλητηριάζουν το ποτάμι, κι ο καπνός από τις πόλεις είναι
βλαβερός, όπως και το ψωμί σας. Φεύγω μακριά, σε μονόκερους, γρύφωνες και
φτερωτούς δράκους.»
«Μα, υπάρχουν τέτοια πράγματα;» ρώτησα.
«Υπήρχαν κάποτε.» απάντησε.
Όμως, είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου με το να
δέχομαι διάλεξη από ένα φάντασμα, και κρύωνα λίγο με την καταχνιά.
«Φαντάσματα υπάρχουν;» ρώτησα.
Ένας άνεμος φύσηξε τότε, και το φάντασμα ξαφνικά χάθηκε.
«Υπήρχαμε κάποτε.» αναστέναξε απαλά.
το διαβάσαμε στο iranon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου