Η Επιστήμη επιχείρησε στις αρχές του 20ου αιώνα να εξετάσει για πρώτη φορά τη φύση της Πραγματικότητας, μέσω της Κβαντικής Φυσικής. Κοιτάζοντας από κοντά σε εκείνα που ονομάζουμε ύλη, ενέργεια, χώρο, χρόνο, είδε τους βασικούς νόμους του ανθρώπινου κόσμου, τους νόμους της Αριστοτέλειας Λογικής και της Νευτώνειας Φυσικής, να καταλύονται. Το αιτιατό, όταν κανείς κρατούσε έναν μεγάλο μεγεθυντικό φακό, φαινόταν να προηγείται του αιτίου, τα δε κβάντα μπορούσαν να είναι είτε ύλη είτε ενέργεια είτε και τα δύο μαζί, ανάλογα με τις ορέξεις τους. Σύντομα αποκαλύφθηκε και κάτι ακόμα πιο ξένο προς την ανθρώπινη αντίληψη περί Πραγματικότητας, ότι δηλαδή ο παρατηρητής επηρέαζε το παρατηρούμενο – ότι όποτε κοιτάζαμε, τα πράγματα άλλαζαν, ενώ όποτε παύαμε να κοιτάζουμε άλλαζαν και πάλι. Οι επιστήμονες άργησαν να αποδεχθούν όλα αυτά τα τρελά και απίστευτα, αποδίδοντας τα αρχικά σε σφάλματα και παρερμηνείες. Όταν, όμως, τα πειράματα κατέληξαν ξανά και ξανά στα ίδια αποτελέσματα, το εξωλογικό εδραιώθηκε ως αληθινό, και η θεώρηση μας περί μίας απόλυτης Πραγματικότητας, που διαπερνά το Σύμπαν από το μικρόκοσμο ως το μακρόκοσμο, διέποντας με ενιαίους νόμους και τον δικό μας κόσμο, ράγισε και έσπασε σε πολλά κομμάτια.
Υπό το φως των νέων δεδομένων, η επιστημονική έρευνα στράφηκε στην κατά το δυνατόν καλύτερη κατανόηση της ευρύτερης εικόνας, με την επινόηση νέων πειραμάτων, σε μία προσπάθεια να στριμωχτεί η Πραγματικότητα κατά τρόπο ώστε να μας αποκαλύψει τη φύση της. Υπήρχαν,
άλλωστε, και αρκετοί φυσικοί που δεν είχαν πειστεί από όλα αυτά, και επεδίωκαν μέσω δικών τους παρατηρήσεων να αναδείξουν αντιφάσεις και κενά σε όσα απίστευτα είχαν πλέον αρχίσει να γίνονται παραδεκτά από την πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, σωρεία νέων πειραμάτων διενεργήθηκαν σε εργαστήρια πανεπιστημίων ανά τον κόσμο, τα δε άρθρα που δημοσιεύτηκαν θα μπορούσαν να γεμίσουν βιβλιοθήκες ολόκληρες. Ωστόσο, αντί να ξεκαθαρίζει και να συγκεκριμενοποιείται, η εικόνα γινόταν όλο πιο θολή, όλο και περισσότερο αφηρημένη.
Το χαρακτηριστικότερο ίσως σημείο–σταθμός, που αντικατοπτρίζει καλύτερα τις εξελίξεις αυτές, είναι ένα διάσημο πείραμα του 1999, γνωστό ως «Delayed Choice Quantum Eraser experiment» –
«πείραμα Κβαντικού Διαγραφέα Καθυστερημένης Επιλογής», το οποίο στις διάφορες παραλλαγές του κατέληξε σε αποτελέσματα που και οι πιο ανοιχτόμυαλοι από τους φυσικούς δυσκολεύονταν –και δυσκολεύονται– να χωνέψουν (τρεις διαφορετικές περιγραφές του πειράματος και των προεκτάσεων του παρουσιάζονται στα video των διευθύνσεων https://www.youtube.com/watch?v=H6HLjpj4Nt4, https://www.youtube.com/watch?v=8ORLN_KwAgs, https://www.youtube.com/watch?v=SzAQ36b9dzs). Με απλά λόγια, όπως είχε φανεί στο περίφημο πείραμα των δύο σχισμών, στο οποίο αναφερθήκαμε σε προηγούμενη συζήτηση, όταν σε ένα φωτόνιο δίνεται η δυνατότητα να περάσει διαμέσου μίας εκ δύο σχισμών, αυτό συμπεριφέρεται διαφορετικά στην περίπτωση που το παρατηρούμε (εκδηλώνεται ως σωματίδιο), και διαφορετικά στην περίπτωση που δεν το παρατηρούμε (εκδηλώνεται ως κύμα), μη επιτρέποντας μας να γνωρίζουμε τη φυσική του συμπεριφορά («Dοuble–Slit experiment» – https://www.youtube.com/watch?v=cxRKcxRlBNQ)! Επιδιώκοντας να «ξεγελάσουν» τα φωτόνια ώστε να «πιστέψουν» ότι κανείς δεν τα παρακολουθεί κατά τη στιγμή της «απόφασης», μία ομάδα φυσικών σχεδίασε μία διάταξη η οποία μπορούσε να καταγράφει και να αποκαλύπτει με έμμεσο τρόπο μέσω ποιας από τις δύο σχισμές είχαν περάσει, αφότου είχαν ήδη διέλθει και «επιλέξει». Δεν υπήρχε, δηλαδή, κανενός είδους παρατηρητής τη στιγμή της επιλογής, και δεν υπήρχε κανένας τρόπος να «γνωρίζουν» τα φωτόνια ότι κάποιος παρακολουθούσε τις κινήσεις τους –κυριολεκτικά– παρά μόνο αφού τις είχαν ολοκληρώσει. Επομένως, θα έπρεπε να συμπεριφέρονται σαν να μην υπήρχε παρατηρητής, και να αποκαλύπτουν έμμεσα τη διαδρομή που είχαν ακολουθήσει. Το πείραμα προετοιμάστηκε, ο εξοπλισμός στήθηκε και... κόντρα σε κάθε λογική, τα φωτόνια εξακολούθησαν να συμπεριφέρονται σαν να «γνώριζαν» ότι κάποιος τα παρατηρεί, όσο κι αν αυτό ήταν αδύνατο να συμβαίνει. Φαινόταν σαν, όταν τελικά καταγράφονταν από την ειδική διάταξη, να γύριζαν πίσω στο χρόνο και να ξαναέγραφαν το παρελθόν σύμφωνα με τη γνώση ότι στο σύστημα υπήρχε παρατηρητής!
Και πράγματι, πολλοί φυσικοί υποστήριξαν ότι αυτό ακριβώς ήταν που συνέβαινε, ότι, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, σε κβαντικό επίπεδο ο χρόνος μπορεί να κυλάει αντίστροφα και το αποτέλεσμα να προηγείται του αιτίου, να εκδηλώνεται δηλαδή «Αντίστροφη Αιτιότητα» («Retrocausality»). Επί του παρόντος, οι φυσικοί που προβάλλουν την εξήγηση αυτή ως ερμηνεία για τα αλλόκοτα αποτελέσματα του πειράματος αποτελούν μειοψηφία. Ωστόσο, και εκείνοι που δε συμφωνούν προβάλλουν ερμηνείες όχι λιγότερο απίστευτες, όπως τα περί κβαντικής διεμπλοκής («Quantum Entanglement»), μέσω της οποίας προβλέπεται η δυνατότητα πρακτικών εφαρμογών τηλεμεταφοράς.
απόσπασμα άρθρου που δανειστήκαμε από ΕΔΩ (ο τίτλος της ανάρτησης είναι προϊόν δικής μας έμπνευσης)
Σύνδεση:
" Καλώς ήλθατε στην Κβαντική Εποχή "
Η "μαγική" πραγματική φύση της πραγματικότητας: "Παράξενο πράγμα η Κβαντική Φυσική"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου