Δεύτερος Παγκόσμιος Χαρτοπόλεμος
Γιατί μερικές φορές φοβάμαι τόσο
πολύ; Και γιατί όσο πιο πολύ φοβάμαι τόσο το πνεύμα μου φαίνεται να
φουσκώνει, να ανυψώνεται και να παρατηρεί τον πλανήτη ολόκληρο από ψηλά;[…]
Μήπως στην πραγματικότητα θέλω να δραπετεύσω μαζί με την Ίνγκεμποργκ
και όχι μόνο από ετούτο εδώ το χωριό και από τη ζέστη αλλά από αυτό που
το μέλλον μας επιφυλάσσει, από τη μετριότητα και την ανοησία; Κάποιοι
άλλοι ηρεμούν με το σεξ ή με τα χρόνια. Για τον Τσάρλυ αρκούν τα πόδια
και βυζιά της Χάννα. Μένει ήσυχος. Εμένα, αντιθέτως, η ομορφιά της
Ίνγκεμποργκ με αναγκάζει να ανοίγω τα μάτια μου και να χάνω τη γαλήνη
μου. [σ. 107 – 108]
Αυτός που αναρωτιέται εξομολογούμενος τον
φόβο του είναι ο νεαρός Γερμανός Ούντο Μπέργκερ· η Ίνγκεμποργκ είναι η
φίλη του, με την οποία μοιράζονται τις διακοπές τους, το ζεστό χωριό
βρίσκεται στην ακτή της καταλανικής Κόστα Μπράβα. Ο Ούγκο επέλεξε ως
κατάλυμά τους το ίδιο ισπανικό ξενοδοχείο όπου μικρός πήγαινε διακοπές
με τους γονείς. Και το Τρίτο Ράιχ; Πρόκειται για ένα από τα επιτραπέζια
παιχνίδια πολεμικής στρατηγικής που αποτελούν μέγιστη εμμονή του ήρωα.
Πρωταθλητής της χώρας του στο παίγνιο της αναπαράστασης του Δευτέρου
Παγκοσμίου Πολέμου όπως θα μπορούσε να έχει συμβεί, ο Ούγκο επιλέγει να
μένει κλεισμένος στο δωμάτιο για να μελετάει.
Το επιτραπέζιο αυτό παιχνίδι καθορίζει
οριστικά τις ζωές των παικτών του, άρα και του ήρωα. Οι νεωτερικές
προσλήψεις του ευρηματικού αυτού θέματος είναι πολλαπλές. Από την μία η
προσήλωση σε σημείο εμμονής και η τελική ιδεοληψία του παίκτη, μοιάζουν
να αντιστοιχούν με την σύγχρονη διαδικτυακή εξάρτηση, όχι μόνο ως προς
τα εξωτερικά στοιχεία αλλά και την ίδια την διάβρωση του ψυχικού. Ύστερα
από τις αναπόδραστες, πολύωρες εμπλοκές μας με την ηλεκτρονικότητα,
είμαστε πλέον άλλοι· το ίδιο και ο Ούγκο, καθώς βυθίζεται στο ταμπλώ του
δικού του χάρτινου πολέμου.
Αλλά είναι μια άλλη παράμετρος που
αιχμαλωτίζει τους παίκτες αυτών των παιγνίων και συνακόλουθα εμάς που
τους ακολουθούμε: με τις κάρτες του Τρίτου Ράιχ μπορεί κανείς έστω και
φαντασιακά να αλλάξει την Ιστορία. Κι έτσι ο Ούγκο – ήμασταν σχεδόν
βέβαιοι – επιλέγει να πάρει το μέρος των Γερμανών, ώστε να αποφύγει τις
στρατιωτικές ήττες και να καταφέρει να βγει νικητής τους. Την προσωπική
του ιστορία όμως μπορεί να την αλλάξει κανείς, όταν έρχεται με τα
φάσματα του απρόσμενου και του κακού;
Είναι ο ίδιος Μπολάνιο που καταγράψαμε σε αυτό εδώ το ημερολόγιο στo Μακρινό Αστέρι, στα Τηλεφωνήματα, στους Άγριους Ντέτεκτιβ και στο 2666.
Η λογοτεχνική του επικράτεια μας είναι πια οικεία – χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι δεν μας είναι και διαρκώς άγνωστη και απρόβλεπτη. Απλώς
γνωρίζουμε τις σαγήνες της: είναι η αίσθηση μιας διαρκούς αναμονής, η
ανάγκη της επιφυλακής ακόμα και σ’ εμάς τους αναγνώστες, η βεβαιότητα
πως οι όποιες χαρές θα είναι σύντομες και πως κάτι αναπότρεπτο θα
ανατρέψει την κανονική ζωή. Ακόμα και οι απλές καθημερινές συγκυρίες
γιγαντώνονται όταν ειδωθούν από μια άλλη σκοπιά. Όταν ο Ούγκο ζητάει
επιτακτικά ένα μεγάλο τραπέζι για να στρώσει τον χαρτοπόλεμό του,
αντιμέτωπος με τον εφιάλτη της έλλειψης κατανόησης και της ειρωνείας των
υπαλλήλων του ξενοδοχείου.
Ο περίγυρος του ζεύγους είναι ένας άλλος
τυπικός μπολανιακός κύκλος. Περίεργοι και πιεστικοί, ανησυχητικοί και
σκοτεινοί, κάποτε αγενείς και επιθετικοί. Δεν είναι τόσο το φιλικό
ζεύγος άλλων δυο παραθεριστών, των Τσάρλι και Χάννα, όσο οι δυο
περιφερόμενοι Ισπανοί, ο Λύκος και το Αρνί που μοιάζουν να δημιουργούν
κάποιο κλοιό. Αλλά η καθοριστική παρουσία σε αυτό το απροσδιόριστο
αντίπαλο δέος είναι η γλυπτή μορφή του Καμένου· αυτός ο αινιγματικός
ενοικιαστής των θαλάσσιων ποδηλάτων στην παραλία, που σέρνει σαν
υπνωτισμένος τα θαλάσσια ποδήλατα από την θάλασσα προς τον μικρό
περιχαραγμένο το χώρο και από εκεί πάλι προς τη θάλασσα. Σαν προτομή από
ελαφρόπετρα, παραμορφωμένος από τον ήλιο, εγκαυμένος και αινιγματικός,
αποδεικνύεται όχι μόνο ένας περιπαθής αντιναζιστής αλλά κι ένας πρόθυμος
και ικανός αντίπαλος στην επί χάρτου πολεμική. Αυτός θα είναι ο
ιδανικός παίκτης στην άλλη πλευρά των μαχών.
Ακόμα κι όταν περιγράφει καταστάσεις
γνώριμες και οικείες, υπάρχει πάντα μια αδιευκρίνιστη σκιά ανησυχίας
στην πίσω πλευρά. Ακόμα και οι ξαφνικές νεροποντές στο καυτό θέρετρο
δημιουργούν έναν άλλο, άγνωστο κόσμο. Οι δρόμοι ξεπλυμένοι από τη
βροχή, δείχνουν ξένοι, βυθισμένοι σε άλλου είδους καθημερινότητα. Το
νερό που στάζει από τα σκίαστρα μοιάζει κι αυτό να σκοτεινιάζει την
επίπλαστη φωτεινότητα του τοπίου. Το ίδιο και τα πρόχειρα
κατασκευασμένα τεράστια εργοστάσια κεραμικών στη άκρη του δρόμου, που
φωτισμένα το βράδυ αποκάλυπταν πίσω από τους φράχτες αμέτρητα πιθάρια
και φτηνές απομιμήσεις αρχαιοελληνικών αγαλμάτων, ψεύτικα είδη λαϊκής τέχνης παγωμένα σε κάποια ώρα που δεν ήταν ούτε της ημέρας ούτε της νύχτας…
Στις απουσίες της….συλλογίζομαι τα σκοτεινά πεπρωμένα της άμορφης μάζας και των ασαφών προσώπων ολόγυρά μου. [σ.
20]. Φυσικά υπάρχει ο έρωτας. Ακόμα κι όταν κλείνεται στο δωμάτιο, ο
Ούγκο φροντίζει να παρακολουθεί από το παράθυρο την Ίνγκεμποργκ, καθώς
κολυμπάει στην παραλία ή συνομιλεί με κάποιους ενοχλητικούς άντρες.
Μέρος της αγάπης τους είναι να ανέχεται τα τηλεφωνήματα που εκείνη
δέχεται μέσα στη νύχτα. Γνωρίζει ότι ο έρωτας είναι ένα πάθος που
αποκλείει όλα τα άλλα, αλλά έχει διακαή πόθο να συμβιβάσει το πάθος του
για την Ίνγκεμποργκ με την αφοσίωσή του στο παιχνίδι. Κάποιες
αποδράσεις, εκτός από τις αναπόφευκτες εξόδους μαζί της, γίνονται εντός
του ξενοδοχείου, όπου ξαναβρίσκει την Γερμανίδα ιδιοκτήτρια Έλζε, πόθο
των παιδικών του χρόνων, με την οποία συνάπτει μια εξίσου αινιγματική
διαλογική σχέση. Σαγηνεύεται από αυτό το κάτι, το δίχως όνομα που εκπέμπει η φράου Έλζε,
που αιχμάλωτη, ανάμεσα σε δυο σχέσεις αφοσίωσης, έριχνε την ενοχή στην
ίδια την ομορφιά της για τα βάσανα που περνούσε. «Όμορφη, απόμακρη,
εξόριστη».
Το αλλόκοτο ενδιαίτημα που φτιάχνει από
τα θαλάσσια ποδήλατα ο Καμένος, σαν κάστρο στην παραλία, ζώντας εκεί
μέσα, πιθανώς παρακολουθώντας τους πάντες. σαν μια παράγκα ενός
αγριμιού, η εξαφάνιση του Τσάρλυ στη θάλασσα, η διαδοχική αναχώρηση των
Χάννα και Ίνγκεμποργκ, το ταμπλώ με τον χάρτη της Ευρώπης, τα ειδικά
περιοδικά και τα φανζίν των στρατηγικών παιχνιδιών (άλλη μια μπολανιακή
μανία), οι εξονυχιστικές περιγραφές τακτικών και μαχών, η μαθητεία του
Καμένου στο παιχνίδι και του Ούγκο στον Καμένο, όλα τραβούν τον
αναγνώστη στον παράξενο κόσμο τους, ακόμα κι αν η πλοκή παραμένει
φευγαλέα και διαρκώς φευγάτη.
Έχει τις μανίες του όπως όλος ο κόσμος. Εξάλλου όλοι έχουν κάποια μανία. [σ. 115]
Το μυθιστόρημα βρέθηκε στα συρτάρια του
συγγραφέα, προφανώς ημιτελές και πιθανώς χωρίς το τελευταίο φινίρισμα
στα ύστατα σημεία της ιστορίας. Από τα παλαιότερα έργα του συγγραφέα
[1989], εκδόθηκε ως είχε μετά τον θάνατό του. Είναι γραμμένο ως
ημερολόγιο του ήρωα, από 20 Αυγούστου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου, με μια
τελευταία εγγραφή στις 20 Οκτωβρίου και περικλείει όπως και τα άλλα του
βιβλία, την ολόδική του λεπτομερέστατη, μαγνητική, αμφίσημη,
ατμοσφαιρικότατη γραφή. Μια γραφή πάντα παιγνιώδη, ακόμα κι όταν αφορά
ένα παιχνίδι. Γιατί «το παιχνίδι είναι πάντα μια σύγκρουση». Και ποτέ
άλλοτε ζωή και παιχνίδι – με την απόλυτα σοβαρή σημασία – δεν ήταν τόσο
ασφυκτικά κοντά.
Εκδ. Άγρα, 2013, μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος, 398 σελ. [El Tercer Reich, 1989/2010].
Πρώτη δημοσίευση: Mic.gr. Βιβλιοπανδοχείο, 181.To διαβάσαμε (και πειστήκαμε να το αγοράσουμε και να το ξεφυλίσσουμε) στο πανδοχείο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου