Το Βουνό της Ψευδαίσθησης
Ιορδάνης Πουλκούρας από την στήλη ΕΝ ΙΟΡΔΑΝΗ, περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ Ιούλιος 2019.
ΚΑΠΟΤΕ ΥΠΗΡΧΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο βουνό, μακριά από τον πολιτισμό και τις πόλεις. Ήταν κυρίαρχος στη φύση που τον περίβαλε, το μικρό λιβάδι, το ποτάμι, το δάσος.
Τα ζωντανά του προσφέρονταν για καθημερινή τροφή και οι σπόροι από το στάρι, που είχε διδαχθεί το μυστικό της καλλιέργειάς του από τους γονείς του, του χάριζαν ποικιλία στα γεύματά του.
Μια μέρα αποφάσισε να κατέβει στην πόλη για να εμπορευθεί το κυνήγι του και να δει αν υπάρχει κάτι άξιο λόγου που έπρεπε να μάθει.
Περνώντας έξω από ένα φούρνο κοίταξε με απορία τα φρεσκοψημένα καρβέλια. Ο φούρναρης του πρόσφερε μια φέτα ζεστό ψωμί. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε. «Ψωμί για φαγητό!» απάντησε ο φούρναρης. Δοκίμασε και ρώτησε ξανά: «Από τι είναι φτιαγμένο;» και του απάντησαν από αλεύρι που γίνεται από σιτάρι.
Στη συνέχεια, καθώς παζάρευε την τιμή για το κυνήγι του, του προσέφεραν μια ωραία πίτα ζυμωμένη
σε λάδι. Δοκίμασε λίγο και ρώτησε: «Από τι είναι φτιαγμένη;» και πάλι του απάντησαν «από σιτάρι».
Τέλος, όταν έκλεισε τη συμφωνία του, του έφεραν για γλυκό μια βασιλική πίτα ζυμωμένη με λάδι και μέλι. Ρώτησε πάλι και πήρε την ίδια απάντηση. Όλα τα υπέροχα φαγητά που του είχαν προσφέρει είχαν σαν βάση το σιτάρι.
«Εγώ έχω το δικό μου σιτάρι που είναι η βάση όλων αυτών», σκέφτηκε με περηφάνια. «Δεν έχω ούτε λόγο ούτε χρόνο να ασχοληθώ παραπάνω με αυτά τα παιχνίδια τους». Και ικανοποιημένος με το απόλυτα λογικό συμπέρασμά του επέστρεψε στο βουνό του.
Κάπως έτσι ζούμε οι περισσότεροι στην καθημερινότητά μας. Βγάζουμε πολύ εύκολα λογικά συμπεράσματα χρησιμοποιώντας τη γνώση μας και την προηγούμενη εμπειρία μας.
αποκτήσει με κόπους και προσπάθεια, συχνά μας οδηγεί να απαξιώνουμε και να μην επιτρέπουμε να μπουν ποτέ στην ζωή μας νέες εικόνες και ιδέες, νέες εμπειρίες από τις πολλές εκφάνσεις του κόσμου που υπάρχουν και ανθίζουν δίπλα μας, αλλά δεν τις αντιλαμβανόμαστε.
Και αυτό δεν είναι μια προσωπική διαπίστωση. Είναι ο συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο ο καθένας μας προσεγγίζει κάτι καινούριο στη ζωή του. Έναν άνθρωπο, μια παρέα, μια ιδέα, μια διδασκαλία. Το αντιμετωπίζει επιφανειακά, συγκρίνει συνεχώς και με μόνο μέτρο τη «μεγαλοσύνη» του, τη γνώση του και ό,τι θεωρεί ο ίδιος σπουδαίο.
Αποστηθίζει τις βασικές αρχές που τις αναπαράγει σαν παπαγάλος, χωρίς ποτέ να διανοηθεί ή να προσπαθήσει να διεισδύσει βαθύτερα από την επιφανειακή εικόνα. Και συνήθως, διαπιστώνοντας την ασημαντότητα του προφανούς της εικόνας, το απαξιώνει.
Σε κάθε περίπτωση σύντομα επιστρέφει στην ασφάλεια του «βουνού» του παραμένοντας για πάντα ξένος προς τις άγνωστες απολαύσεις. Χωρίς ποτέ να συνειδητοποιήσει και να καταλάβει ότι κρίνοντας αυστηρά και μόνο με τη λογική της προηγούμενης γνώσης και εμπειρίας του ποτέ δεν θα μπορέσει να δει βαθύτερα από το προφανές, ούτε θα μπορέσει να θαυμάσει άλλους τόπους πέρα από τον περιορισμένο και γνωστό κόσμο του απομονωμένου βουνού του.
Και ο απομονωμένος κόσμος, σαν περίκλειστος από καθρέφτες, μας παραπλανά μέσα από περιπλεκόμενα φάσματα και ανακλάσεις ειδώλων και μας οδηγεί να θεωρούμε τις ψευδαισθήσεις ως νέες πραγματικότητες.
Με αυτές τις πλαστές πραγματικότητες ζούμε, τις παρατηρούμε, τις μελετάμε και τις εξερευνούμε, νομίζουμε ότι τις γνωρίζουμε, συνδιαλεγόμαστε μαζί τους, όμως τελικά τι κερδίζουμε;
Ο Πλούταρχος, ένας εκ των τελευταίων μυημένων της αρχαιότητας και πρεσβύτερος των ιερέων του Απόλλωνα στο Μαντείο των Δελφών, που έζησε τον πρώτο χριστιανικό αιώνα, στο έργο του Ηθικά μάς αφηγείται μια όμορφη ιστορία:
Κάποιος υποσχέθηκε σε έναν φημισμένο κιθαρωδό, ότι θα του προσφέρει μια μεγάλη αμοιβή για μια εμφάνισή του και ύστερα δεν του έδωσε τίποτα. Όταν ο κιθαρωδός διαμαρτυρήθηκε του απάντησε πως είχε εκπληρώσει την υπόσχεσή του. «Όσο καιρό», του είπε, «μας ευχαριστούσες με το τραγούδι σου, ευχαριστιόσουν κι εσύ με τις ελπίδες που έτρεφες».
Και συμπληρώνοντας ο αρχαίος αυτός μύστης, κατέληξε στο ότι οι ακροάσεις αυτού του είδους, οι σχέσεις αυτού του είδους, εκπληρώνουν τέτοιες –κενές– υποσχέσεις.
Όσο δηλαδή η μια πλευρά –ο κιθαρωδός στην περίπτωσή μας– προκαλεί ευχαρίστηση στους ακροατές, εισπράττει τον θαυμασμό τους. Μετά, όταν τελειώσει η πρόσκαιρη απόλαυση, ταυτόχρονα εγκαταλείπει και τους ακροατές του η δόξα. Και έτσι, μέσα στην ψευδαίσθηση, αναλώνεται μάταια ο χρόνος και η ζωή και των δυο.
Έχει λεχθεί ότι εσωτερικό είναι εκείνο που δεν μπορεί να ειπωθεί. Ο μόνος τρόπος για να το προσεγγίσει κανείς είναι να μάθει να βλέπει πίσω από την εικόνα, να μάθει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές του κειμένου. Και αυτό δεν είναι κάτι το μαγικό, δεν είναι κάποια μυστική συνταγή μιας μυστηριώδους, απόκρυφης παράδοσης. Είναι μια απλή και από παλιά γνωστή αλήθεια. Μια αλήθεια που είναι δύσκολο να πραγματωθεί.
Η πραγματικότητα είναι δίπλα μας, μπροστά στα μάτια μας. Εμείς όμως έχουμε μάθει να βλέπουμε την επιφάνεια και όχι το περιεχόμενο. Έχουμε μάθει να βλέπουμε τις λέξεις και όχι το νόημα. Έχουμε μάθει να ασπαζόμαστε τη γνώμη μας για τον πλησίον και να μη βλέπουμε τις πράξεις και τον λόγο μιας ύπαρξης που έχει τη δική της πορεία.
Ερμηνεύουμε τα πάντα με τη βαθιά ριζωμένη συγκρότηση και γνώση μας, κινούμενοι ως υπνοβάτες στην ψευδαίσθηση της βεβαιότητας και συνεχώς μας διαφεύγει η πραγματικότητα που ανθίζει και πάλλεται πίσω από την εικόνα του προφανούς.
Και ο βαθιά ριζωμένος ορθολογισμός μας, πάντα θα μας οδηγεί πίσω στην ασφάλεια του «βουνού» μας, όπου υπάρχει η πληρότητα της ψευδαίσθησης και μέσα σε αυτήν, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, θα αναλωθεί μάταια ο χρόνος και η ζωή μας. Χωρίς να γευτούμε και να απολαύσουμε όλες τις ομορφιές που φυλά υπομονετικά για εμάς η αιωνιότητα της πραγματικής ύπαρξης.
το δανειστήκαμε από ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου