Στις 3 Σεπτεμβρίου 1944, η απόφαση ήταν ειλημμένη: Οι Γερμανοί έπρεπε να εγκαταλείψουν την Ελλάδα.
Ήδη ο διοικητής της Ε’ στρατιάς είχε δώσει εντολή να εγκαταλείψουν τη χώρα όλες οι γυναίκες υπάλληλοι, οι σύζυγοι και τα παιδιά των αξιωματικών και των υπαλλήλων.
Η Ε’ στρατιά ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει να αποσύρεται αμέσως μόλις θα έφθαναν οι διαταγές απ’ το Βερολίνο. Η κατάσταση στα Βαλκάνια γινόταν όλο και πιο απελπιστική για τους Γερμανούς μέρα με τη μέρα. Την πρώτη εβδομάδα τού Σεπτεμβρίου, η Βουλγαρία παραδόθηκε στους Ρώσους και αμέσως μετά κήρυξε τον πόλεμο στην μέχρι χθες σύμμαχο της Γερμανία.
Στη Μακεδονία, οι γραμμές επικοινωνίας των Γερμανών εμποδίζονταν από τους αντάρτες. Εν τω μεταξύ, ο Ερυθρός Στρατός ετοιμαζόταν να εισβάλει στη Ρουμανία, ενώ στη Νοτιοσλαβία προχωρούσαν ήδη προς το Βελιγράδι. Στις 19 Σεπτεμβρίου, άρχισε μεγάλη δραστηριότητα της συμμαχικής αεροπορίας στο Αιγαίο. Οι σύμμαχοι βομβάρδισαν την Κρήτη. Στο αρχηγείο της Ε’ στρατιάς στη Θεσσαλονίκη είχαν αρχίσει να αγωνιούν.
Μία στρατιά 300.000 στρατιωτών μπορούσε να αποκοπεί και να αφανιστεί, αν κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο επικεφαλής στρατηγός Lohr γρήγορα κατάλαβε ότι είχε λίγες μόνο πιθανότητες σωτηρίας. Ανατολικά βρισκόταν η εχθρική πλέον Βουλγαρία. Προς τα δυτικά και τα βορειοδυτικά υπήρχε η Αλβανία και το Μαυροβούνιο, και οι δύο εχθρικές χώρες, ακατάλληλες να τις διέλθει ένας στρατός χειμωνιάτικα.
Επομένως, η μόνη λύση για να υποχωρήσουν από την Ελλάδα ήταν να κινηθούν κατευθείαν προς τα