Ως σχόλιο από εμάς η εικόνα που ανοίγει αυτή την ανάρτηση:
Και τότε μας είπαν... Μάγισσες!
Tης Δήμητρας Μπενίση
~ ΚΑΙ ΗΡΘΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ που μας είπαν Μάγισσες.
Κι η λέξη δεν ήταν πια εκείνη που φώτιζε μέσα στη νύχτα τη δύναμη, την ικανότητα, την απεραντοσύνη μας και όσα μας έκαναν να μπορούμε να αλλάζουμε τη συνειδητότητα και την πραγματικότητα μας με τη θέλησή μας. Η λέξη ήταν πια δεμένη με την ασχήμια της μορφής και της ψυχής, με το φόβο της χαοτικής έκστασης που παραμονεύει ανάμεσα στα άστρα, μέσα στη μήτρα της ζωής, μέσα στην ίδια την ύπαρξη.
Κάποτε μια σοφή γυναίκα μου μίλησε για τη συμπόνια που είναι καλό να δείχνουμε, γιατί κατά βάση οι άνθρωποι πονάνε. Με τον καιρό αντιλήφθηκα πως έπρεπε να είχε ειπωθεί μια ακόμα λέξη. Οι άνθρωποι πονάνε και φοβούνται. Κι άρχισα να σκέφτομαι, να αναλύω, να μετουσιώνω όσα έβλεπα, όσα άκουγα, όσα άγγιζα, να τα κάνω γνώση. Μέχρι που μας είπαν και πάλι Μάγισσες. Μέχρι που μας θύμισαν ξανά όσα πόνεσαν κι εμάς, όσα μας φόβιζαν για αιώνες τόσους πολλούς που η μνήμη τους χλόμιασε και κρύφτηκε στα βάθη της θάλασσας που λέγεται ψυχή. Γιατί μέσα εκεί είναι κρυμμένοι όλοι οι αρχαίοι θησαυροί του κόσμου, αυτά που κάποιοι
ονομάζουν μεταφυσική γιατί αδυνατούν να δεχτούν οτιδήποτε δεν συλλαμβάνεται με το νου, αλλά χρειάζεται και τη συμμετοχή της ψυχής. Της ψυχής που εξορίστηκε και τριγυρνά στις ερημιές προσπαθώντας να ενωθεί ξανά με τον αγαπημένο της, που φυλακισμένος κι εκείνος περιμένει την καλή του να τον σώσει από το σκοτάδι του πόνου και της απώλειας. Γιατί κάποτε οι θεοί ήταν ανάμεσά μας, βάδιζαν εδώ πλάι μας, ζευγάρωναν μαζί μας και ήταν ιερή η πράξη του έρωτα, κι όχι όνειδος κι ανάγκη. Κι όσο παρέμενε ιερή, τόσο οι γεννιόνταν ολόκληρες οι υπάρξεις.Μέχρι που κάποτε μας είπαν Μάγισσες, αλλά με σκιά και φόβο να πέφτει στο λόγο τους. Ήμασταν γυναίκες κι άντρες και αγαπούσαμε τη ζωή. Μα γεννήθηκαν διπλά τα παιδιά θεών κι ανθρώπων. Ένα αθάνατο κι ένα θνητό, από την ίδια μήτρα, από το ίδιο αυγό, Ελένη και Κλυταιμνήστρα, Πολυδεύκης και Κάστωρ, ως πεμπτουσία της ένωσης Ψυχής και Έρωτος. Αθάνατη και θνητή φύση σε Ένα Ον, που διαχωρίστηκε βίαια, όταν διαχωρίστηκε η συνείδηση από τη σάρκα. Και έγιναν Δίδυμοι και δεν μιλούσαν πια με την καρδιά και το σώμα, παρά μόνο με το νου και το στόμα. Και χωρίστηκε έτσι ο κόσμος… Σε αυτούς που θυμόνταν ακόμα πώς όλα είναι Ένα, στους γνώστες, στους μύστες, εκείνους που με μύριους τρόπους προσπαθούσαν ξανά να ενωθούν, ως θνητές πλέον υπάρξεις, με εκείνο που έμοιαζε να περιπλανιέται στην ερημιά, με την αθάνατη πλευρά, εκείνη που ήταν ελεύθερη, εκείνη που ήταν αδάμαστη, εκείνη που θυσίασε ένα μέρος της για να μας προσφέρει τη στιγμιαία ένταση της δημιουργίας της ζωής.
Και γίναμε οι Μάγισσες. Εκείνες θυμούνται, εκείνες που γνωρίζουν την Α-λήθ-εια. Και στην εποχή της αφθονίας και της δύναμης άρχισε να μεγαλώνει ο αρχέγονος φόβος, εκείνος της απώλειας των κεκτημένων του πλούτου, της εξουσίας. Ώσπου ξεκίνησαν οι μεγάλες συγκρούσεις. Και η δύναμη εκείνων που θυμόντουσαν ακόμα την Ενότητα, το Ένα, το Παν, έγινε δόλωμα στο αγκίστρι όσων από το φόβο να μη χάσουν όσα νόμιζαν δικά τους, επιθυμούσαν την εξουσία για να τα ελέγχουν…, αγαθά, ζωντανά, γη, κτίσματα, ακόμα κι ανθρώπους.
Μας είπαν Μάγισσες, και η μήτρα της ζωής έγινε σκοτεινή σπηλιά γεμάτη τέρατα που απειλούσαν όσους δεν καταλάβαιναν πως τα μυστήρια της ύπαρξης αποκαλύπτονται μόνο σε εκείνους που αγαπούν την ελευθερία και ξεπερνούν το φόβο τους, βγαίνουν μέσα στη νύχτα να αντικρίσουν τα άστρα και να ονειρευτούν την ομορφιά, την ψυχή που περιπλανιέται ακόμα… και να την καλέσουν με εκείνο το μακρινά οικείο κάλεσμα που σε άλλα αυτιά μοιάζει με το ουρλιαχτό του αδάμαστου λύκου και σε άλλα με το στριγκό ξεφωνητό της τρομοκρατημένης κοκκινοσκουφίτσας.
Για να πούνε Μάγισσες όλες τις γυναίκες που αντιστάθηκαν στο να θεωρούνται κτήματα του καθενός. Και εκείνες που ήταν ιέρειες ονομάστηκαν ιερόδουλες, σκλάβες του ιερατείου, σκλάβες σε μια πράξη κάποτε ιερή, και τώρα πια ήταν είδος προς πώληση. Γιατί όλα μπορούσαν πλέον να πωληθούν. Κι εκείνη, η ψυχή περιδιάβαινε ακόμα χαμένη, ψάχνοντας τον αγαπημένο της, σκλάβα της θέλησης μιας φοβισμένης έκφανσης της υπέρτατης θεάς. Ύστερα ήρθε κάποιος που μίλησε για αγάπη ανιδιοτελή, για ελευθερία, για χαρά κι έκσταση στο χορό του χάους και της απέραντης θάλασσας της ζωής. Μα τον είπαν λαοπλάνο και το σώμα του καρφώθηκε σε ένα ξύλο, ενώ όσοι θυμόντουσαν τα λόγια του και τις πράξεις του, μπορούσαν να διαλέξουν ανάμεσα στην ελπίδα για απελευθέρωση και την τρομακτική πιθανότητα να αλλάξουν και πάλι τον κόσμο προς όφελός τους, να τον έχουν ακόμα πιο σκληρά παγιδευμένο στον έλεγχό τους. Κι έτσι έκαναν. Και τους λίγους που έψαχναν ακόμα για την ελευθερία τους πέρασαν λεπίδι.
Κι ύστερα μας είπαν Μάγισσες και πάλι. Γιατί αντισταθήκαμε περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην κυριαρχία τους. Μα είχαν πια τρόπο να μας επιβληθούν. Έπρεπε να αλλάξουμε, να κρυφτούμε πίσω από ψεύτικες ζωές, για να επιβιώσουμε. Γίναμε γι’ αυτούς εκείνες που δεν μπαίνουν κάτω από το ζυγό του αφέντη. Γίναμε εκείνες που μαζεύονταν κρυφά τις νύχτες στα ξέφωτα και γιόρταζαν την ελευθερία που τους είχαν ξεριζώσει από την καθημερινή τους ζωή. Δίδασκαν η μια στην άλλη –και ο ένας στον άλλον– τα μυστικά από γνώσεις χαμένες, θαμμένες, απαγορευμένες. Η φλοίδα της ιτιάς βοηθά τον πυρετό, το φασκόμηλο είναι για το βήχα, το δεντρολίβανο για τη μνήμη, το θυμάρι για τη λησμονιά, το κυπαρίσσι για τον πόνο της ψυχής, το ρόδο για τον έρωτα, ο βασιλικός για συμφιλίωση, η χάση του φεγγαριού δεν είναι για σπορά…
Και μας είπαν Μάγισσες, γιατί αυτές τις γνώσεις δεν τις μοιραζόμασταν με την εξουσία. Τις κρατούσαμε μυστικές, και τις περνάγαμε από στόμα σε στόμα, βρίσκονταν πάντα ένα ελεύθερο αυτί να ακούσει. Μα ήρθε ο φθόνος, ο φόβος… γιατί η αγάπη που είχε κηρύξει εκείνος που κρεμάστηκε στο ξύλο στρεβλώθηκε, σάπισε, έγινε θάνατος. Η Αντιγόνη χτισμένη σε κάποιον τάφο ακόμα αναρωτιέται γιατί να είναι ο ανθρώπινος νόμος της πατριαρχικής εξουσίας, δυνατότερος από το θείο νόμο. Αμάρτησε. Ήταν Μάγισσα κι εκείνη άραγε; Αμαρτία κι ελευθερία παλεύουν μεταξύ τους σε έναν κόσμο που το σκοτάδι είναι απέραντο πια, που οι αρρώστιες έρχονται σαν τιμωρία από τον θεό, εκείνον που είναι τόσο ψηλά, ώστε οι ναοί του να είναι κολοσσιαία μεγαθήρια για να προκαλούν το δέος στην απαίδευτη μάζα. Εκείνους δηλαδή που απομυζά το ιερατείο. Το ιερατείο που φροντίζει για την σωτηρία του λαού. Τη σωτηρία από την αμαρτία. Τη σωτηρία από την ελευθερία, όμως; Εκεί ξυπνάνε πάλι οι παλιές σίγουρες πρακτικές.
Κι έτσι μας είπαν Μάγισσες. Μόνο που τώρα, ακόμα κι αν ήμασταν όμορφες, μας έβλεπαν με καμπούρα, γαμψή μύτη, κρεατοελιές, καβαλάγαμε σκουπόξυλα, αφήναμε δαίμονες να τρέφονται με το αίμα μας και ζευγαρώναμε μαζί τους στο φεγγαρόφωτο, φέρνοντας στον κόσμο δαιμονικά τέρατα. Γίναμε φόβητρα, εμείς που ήμασταν πάντα οι σοφές, εκείνες που γιάτρευαν την αρρώστια και τον πόνο. Η γιάτρισσα του χωριού έγινε η επικίνδυνη γητεύτρα. Ας θέλαμε μόνο την ησυχία μας, το μικρό σπιτάκι στην άκρη του χωριού, σιμά στο δάσος. Και μας κρέμασαν κι εμάς σε ξύλα, κι άλλοτε μας έπνιγαν, άλλοτε μας έκαιγαν, άλλοτε μας έκοβαν σε κομμάτια και τα πετούσαν στα σκυλιά, ειδικά αν ήμασταν νεότερες και ομορφότερες.
Μας είπαν Μάγισσες. Άντρες και γυναίκες ανάμεσά μας. Witches. Και πέρασαν τα χρόνια, και πράγματι ο φλοιός της ιτιάς γιάτρευε τον πυρετό, μόνο που η μεγάλη βιομηχανία έφτιαξε πατέντα και χρυσοπουλά μέχρι σήμερα που γράφω αυτά, όλα τα μυστικά φάρμακα της φύσης, που πλέον δεν είναι μυστικά. Μόνο που σε έναν κόσμο που πρέπει να ζει γρήγορα, να προλάβει το χρόνο, να εργάζονται όλοι για να ζήσουν με ψίχουλα – ή και καθόλου – αλλά να καλοπερνάνε οι αφεντάδες, τα φάρμακα της φύσης δεν είναι «επιστήμη». Κι εμείς που αγωνιστήκαμε να μάθουμε τα μυστικά τους, να γιατρεύουμε τον εαυτό μας με αυτά όσο γίνεται, να γιατρεύουμε την ψυχή, το σώμα, τα συναισθήματα μέσα από πρακτικές πανάρχαιες, κάτω από τους ήχους των τυμπάνων και των ταξιδιών που προσφέρει η φαντασία μας κι όχι τα φάρμακα και τα ναρκωτικά…, εμείς είμαστε ακόμα οι Μάγισσες. Για την ελευθερία αυτή πληρώσαμε τίμημα βαρύ. Μέχρι που κάποιοι αποφάσισαν αυτό το ματωμένο παράσημο να το σπιλώσουν. Να εκμεταλλευτούν για άλλη μια φορά εμάς, τις κόρες εκείνων που γλίτωσαν την αγχόνη –ή και όχι– προκειμένου να στήσουν μια τελευταία (;) προβοκάτσια εναντίον της ελευθερίας του πνεύματος. Γιατί κάπου αχνοφαίνεται η ψυχή να επιστρέφει για να ενωθεί με τον αγαπημένο της και πάλι. Και η υπέρτατη θεά είναι έτοιμη να πετάξει τον σάπιο μανδύα της Πανδήμου και να λουστεί και πάλι στα ύδατα της θάλασσας, αφρόεσσα, εκείνη η Ουρανία. Μας είπαν Μάγισσες… Μας κατηγόρησαν για όσα φοβούνται πως μπορεί να είναι οι ίδιοι. Ας κοιτάξουν τον καθρέφτη. Κι αν μπορέσουν να αντέξουν έστω και μια στιγμή το είδωλό τους, χωρίς να πονούν και χωρίς να φοβούνται, αλλά με αγάπη και συμπόνια, τότε θα καταλάβουν τι είναι οι Μάγισσες στ’ Α-λήθ-εια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου