To παρακάτω κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο antidras το Μάη του 2014
Καθόμουν στην καφετέρια, απολαμβάνοντας τη δροσιά που πρόσφεραν τα δέντρα στο παρκάκι (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί καταστρέφονται για να σπαρθούν πάρκινγκ στη θέση τους) σε αυτή την πρώιμα καλοκαιρινή ημέρα και περίμενα τους δυο φίλους που με είχαν στήσει λιγάκι.
Δίπλα μου, σε απόσταση αναπνοής, κάθονταν δυο τύποι, περασμένα σαράντα και οι δυο, που μιλούσαν τόσο δυνατά λες κι επιδίωκαν να τους ακούνε όλοι γύρω, θέλοντας και μη. Στοιχείο μάλλον διόλου σπάνιο στο νεοελληνικό κώδικα συμπεριφοράς. Καθώς τέλειωναν τα φραπόγαλά τους, είχαν
κατευθύνει τη θορυβώδη κουβέντα τους στα "εκλογικά απομεινάρια" της 25ης Μαΐου. Αυτός που φαινόταν μικρότερος στην ηλικία υπογράμμισε το γεγονός ότι ο ένας στους δυο αστυνομικούς είχε ψηφίσει χρυσή αυγή. "Και τι περίμενες δηλαδή ρε μαλάκα;", αποκρίθηκε ο μεγαλύτερος με το εξίσου μεγάλο και παχύ μουστάκι που κατά κάποιο τρόπο απάλυνε την έλλειψη τριχών στο κρανίο του. Και συνέχισε: "Δηλαδή τι να ψήφιζαν τα παιδιά; Αριστερούς; Ίσες ευκαιρίες σε όλους και ίσες μαλακίες; Δεν λες πάλι καλά που υπάρχουν κι αυτοί για να παίρνουν στο κυνήγι όλους τους βρωμύλους που γέμισαν τον τόπο και να τους ρίχνουν και κάμποσες "ψιλές", off the record που λέμε;". "Ναι ναι!" απάντησε ο άλλος με το σχετικά μακρύ μαλλί και το στυλ του φαν σκυλάδικων της εθνικής οδού και της ποδοσφαιρικής ομάδας της γειτονιάς. Και δεν παρέλειψε να συμπληρώσει: "Ο πιτσιρικάς ο γιος
της ξαδέλφης μου, 23 είναι αν θυμάμαι καλά, που υπηρετεί στα ΜΑΤ λέει πως ακόμα και τσάμπα θα έσπαγε τα κεφάλια κι αυτών των αναρχο-άπλυτων". "Και καλά λέει", απάντησε ο μουστάκιας ρουφώντας ηχηρά την τελευταία τζούρα του εθνικού ροφήματος, "έχουνε αυξηθεί πολύ κι αυτοί, κατι σαν τους πούστηδες να πούμε". Και ξεράθηκαν και οι δυο στα γέλια.
Αν και με γοητεύει η φιλοσοφία του ζεν, δεν το κρύβω πως είχα αρχίσει να φορτώνω. Όταν ξάφνου είδα τα βλέμματά τους, που άστραψαν από απέχθεια, να καρφώνονται προς τα δεξιά. Τι τους είχε τραβήξει με τόσο αρνητικό τρόπο την προσοχή; Μα ένα ζευγάρι που βολτάριζε στο πάρκο, σφιχταγκαλιασμένο και με φανερή την ευτυχία στα πρόσωπά τους. Αλλά το "απαράδεκτο της κατάστασης" ήταν ότι η κοπέλα ήταν λευκή και μάλιστα όμορφη, κάτι που φαίνεται να ενόχλησε ακόμη περισσότερο τους δυο "κοινωνικούς αναλυτές" και το αγόρι έγχρωμο κι εξίσου όμορφο.
Μετά από ένα λεπτό αγανακτισμένης σιωπής, άκουσα τον πιο "experienced" να δηλώνει με αποτροπιασμό: "Ρε την πουτάνα! Λες και χάθηκαν οι άντρες, αυτή πήγε με τον αράπη! Ε ρε να'ταν εδώ τίποτα χρυσαυγίτες γέλιο που θα ρίχναμε!"
Δεν κρατήθηκα άλλο. Προσπαθώντας ωστόσο να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και με το πιο επιτηδευμένα ευγενικό κι αφελές στυλ, του απηύθυνα το λόγο: "Συγγνώμη κύριε αν γίνομαι αδιάκριτος, αλλά επειδή άθελά μου σας άκουσα, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι; Αν βλέπατε έναν
λευκό, έναν πώς να το πω..."δικό μας" να περνάει αγκαλιά με μια μαύρη κοπέλα, θα λέγατε πάλι κάτι παρόμοιο ή υπάρχει διαφορά;". Ο μικρότερος με έκοψε με φανερή υποψία κι ενόχληση, αλλά ο μεγαλύτερος, και φαίνεται ο υποτίθεται πιο cool, του έκανε νόημα να μην ανακατευτεί.
"Αφού φίλε μου έχεις απορίες και με ρωτάς τη γνώμη μου, να στις λύσω εγώ. Είσαι άνθρωπος που δεν μοιάζει χτεσινός, σωστά; Οπότε θα συμφωνείς ότι εμείς οι άντρες είναι καλό να έχουμε εμπειρίες και περιπέτειες στη ζωή, εντάξει; Αν κι εγώ δεν το'χω δοκιμάσει, λένε πως οι μαυρούλες (πως και δεν τις αποκάλεσε άραγε αραπίνες;) ξέρουν πολλά κόλπα και πώς να φτιάχνουν έναν άντρα! Εσύ είσαι άραγε ανύπαντρος; Γιατί όταν έρθει η ώρα να διαβεί αυτός τα σκαλιά της εκκλησιάς, για να κάνει οικογένεια, καλό είναι να τα αφήνει πίσω του τα κόλπα. Άντε, τουλάχιστον στην αρχή!"
Το σοβαρό και συνάμα άνετο ύφος που είχε υιοθετήσει και τα περιθώρια που άφηνε στη "συνέχιση των αντρικών εμπειριών" και μετά το γάμο, με έκαναν να συγκρατήσω τα γέλια μου με σχετική δυσκολία.
"Ευχαριστώ κύριε για τη συμβουλή. Συγγνώμη τώρα αλλά ήρθε ένα φιλικό ζευγάρι που περίμενα".
Στη θέα των φίλων μου που έφτασαν πιασμένοι χέρι χέρι, οι δυο τυπάδες έμειναν κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια για κάμποσα δευτερόλεπτα γουρλωμένα.
Ο Ανέστης ήταν κοντά 1,90 στο μπόι και γεμάτος μύες, μια κι έκανε για χρόνια πυγμαχία σε ερασιτεχνικό πάντα επίπεδο. Φορούσε ένα μακό με μια καρδιά στο κέντρο που μέσα της δέσποζε ένα αλφάδι. Και η λεζάντα από κάτω συμπλήρωνε το σχέδιο: "Anarchy is for lovers". H σύντροφός του η Άντζελα, παρά την προχωρημένη εγκυμοσύνη της, δεν έπαυε να διατηρεί την κομψότητά της, σε συνδυασμό με την αφρικάνικη ομορφιά της. Καταγόταν από τη Νιγηρία κι εδώ και αρκετά χρόνια έμενε στην Ελλάδα. Α ναι! Και φυσικά ήταν μαύρη.
Ο μεγαλύτερος απ'τους δυο τύπους με κοίταξε μ'ένα ύφος που σχεδόν έσταζε μίσος, σα να ήθελε να μου πει-αλλά δεν το έκανε ποτέ: "Δηλαδή μας δούλευες και μας ειρωνευόσουν ρε;" (Δεν το είχε προφανώς καταλάβει πριν...)
"Γεια σου νονέ, δεν σε στήσαμε και πολύ, ε;", μου είπε χαμογελώντας ο Ανέστης καθώς κάθονταν και οι δυο τους, μάλλον και οι τρεις τους, δίπλα μου. "Α! Μην τον λες έτσι!", είπε με το δικό της αστραφτερό χαμόγελο η Άντζελα, "κάτσε να γεννηθεί πρώτα ο junior και μετά θα δούμε αν τον θέλουμε ακόμα για νονό". Η Άντζελα μιλούσε σχεδόν άψογα τα ελληνικά κάτι που έκανε εντύπωση στους δυο τυπάδες που είχαν στήσει μάτια κι αυτιά κι εγώ τους παρακολουθούσα με την άκρη των ματιών μου κάθε τόσο.
"Πουλάκια μου! Δηλαδή αποφασίσατε να βαφτίσετε το παιδί με παπά, κολυμπήθρα κι όλα τα παρελκόμενα; Δεν θα πειράξει αυτό τον άντρα του σπιτιού (κι αυτή τη φράση την τόνισα ιδιαίτερα για να το ακούσουν και κάποιοι άλλοι), που μου'λεγε όχι πολύ καιρό πριν πως απλώς θα δηλώσετε το όνομα του μωρού στο ληξιαρχείο;"
"ΟΚ!" απάντησε η Άντζελα που ήταν χριστιανή στο θρήσκευμα (και μάλιστα από προτεστάντρια είχε αποφασίσει να βαπτιστεί ορθόδοξη εδώ στην Ελλάδα), "μπορεί ο φίλος σου να είναι άθεος, αλλά τελικά κατάφερα να τον πείσω να βαφτίσουμε το baby μας σ'ένα ωραίο ξωκλήσι κάπου στην εξοχή και χωρίς πολλά πολλά. Έτσι για να λάβει ο junior τη χάρη του Θεού και την ευλογία του Jesus. Κι επειδή ο φίλος σου με αγαπάει, δέχτηκε να μου κάνει το χατήρι"
Ο Ανέστης, κλείνοντάς μου το μάτι συνωμοτικά, δεν παρέλειψε να συμπληρώσει: "Βέβαια, μεγαλώνοντας θα επιλέξει ο ίδιος τι θα πιστεύει τελικά και τι όχι, έτσι δεν είναι καλή μου;"
Η Άντζελα έβαλε το χέρι της μέσα στα πλούσια μαλλιά του. "Έτσι είναι. Άλλωστε οικογένεια είμαστε. Όχι κατηχητικό!" Ο σύντροφός της τότε με κοίταξε με επιτηδευμένα πονηρό ύφος : "Οπότε εσύ μάλλον δεν μας κάνεις για νονός. Για σκέψου ρε συ! Να σου πει ο ιερέας "Απετάξω τω Σατανά;" κι εσύ αντί "Απεταξάμην" να του απαντήσεις ότι δεν θέλεις να τα σπάσεις με τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου! Σε ξέρω εγώ τι κουμάσι είσαι, θα μας τινάξεις στον αέρα το μυστήριο!"
Δεν μπορέσαμε να μη γελάσουμε και οι τρεις. Στο μεταξύ, οι δυο τύποι δίπλα έμοιαζαν σαν ψάρια που βρέθηκαν έξω απ΄τη γυάλα τους και ασφυχτιούσαν. Κι αυτό έγινε ακόμα πιο έκδηλο στην επόμενη επισήμανση που έκανε η Άντζελα: "Κι ευτυχώς που εγώ κι ο φίλος σου από εδώ δεν σκοπεύουμε ποτέ να παντρευτούμε, γιατί δεν θα μας έκανες ούτε για κουμπάρος".
Οι δυο τυπάδες δίπλα έμοιαζαν σα να βρίσκονται σε μεγάλη σύγχυση. Το "κακό είχε παραγίνει" και ήταν ενοχλητικά κι ασυνήθιστα "ανατρεπτικό" γι'αυτούς (κι όλους τους ομοίους τους, ακόμα κι αυτούς που αρέσκονται να το παίζουν προς τα έξω απελευθερωμένοι από κάθε είδους προκαταλήψεις).
Λευκός μαζί με μαύρη που έχει μείνει κι έγκυος-Λευκός αναρχικός κι άθεος, μαύρη χριστιανή και οι δυο τους ολοφάνερα αγαπημένοι και ταιριαστοί και παιδί που θα βαπτιζόταν από γονείς που δεν σκόπευαν ποτέ να παντρευτούν. Μία αρμονική συμβίωση, σαν περιπαιχτική ριπή προς τις "ιερές αξίες της φυλής" και τα "αξιακά μότο"-συνθήματα, όπως "πατρίς-θρησκεία-οικογένεια", για να ελέγχονται πολιτικά και διανοητικά τα αντανακλαστικά των ποιμνίων ή κοπαδιών.
Ο Ανέστης δεν μπόρεσε να μην προσέξει το ανακάτεμα κακίας και ηλιθιότητας στα βλέμματα και τις αμήχανες κινήσεις τους. "Συμβαίνει κάτι κύριοι;" τους είπε κοφτά και με το πειστικά ψαρωτικό του ύφος. "Ε...όχι όχι!" απάντησε αυτός που είχε την καλοσύνη να μου προσφέρει λίγο πριν το λογίδριο περί αλανιάρη και κατόπιν οικογενειάρχη ιθαγενούς (κι όχι μόνο) ανδρός και μετά και πάλι αν χρειαστεί αλανιάρη..."Κο..κοπελιά να σε πληρώσουμε;" ψέλισε στη σερβιτόρα κι αφήνοντας το ακριβές ποσό στο τραπέζι, σηκώθηκαν άρον άρον και μας άδειασαν τη γωνιά.
Οι φίλοι μου με κοιταξαν με απορία. Κι εγώ τους εξήγησα σύντομα όλα όσα είδα κι άκουσα κι αντάλλαξα μαζί με αυτούς τους δυο που αποχώρησαν βιαστικοί και μάλλον φοβισμένοι. Καθώς οι μύες και οι φλέβες του Ανέστη έδιναν συχνά την εντύπωση ότι μοιάζουν έτοιμοι να εκραγούν και το ωστικό κύμα να μην αφήσει κανέναν αλώβητο στην εμβέλειά του. "Φαίνεται πως η παρουσία σας τους δημιούργησε κάτι σαν άβολο πολιτισμικό σοκ", έκλεισα γελώντας την αναφορά μου.
"Ώστε μας βγήκαν και φιλοσοφημένοι ελληναράδες!" φώναξε ο Ανέστης κι αμέσως παρενέβη η σύντροφός του: "Μη φωνάζεις και τρομάξει ο junior μας. Ύστερα, κι εσύ μπορεί να γεννήθηκες και να έζησες στο εξωτερικό, αλλά από Έλληνες γονείς και τώρα ζεις στην Ελλάδα. Ξέρεις πως την αγαπώ σαν δεύτερη πατρίδα μου".
Ο Ανέστης την κοίταξε με μια αξιοζήλευτη τρυφερότητα: "Σέβομαι αυτό που λες καρδιά μου, άκουσε όμως κάτι. Δεν έχει καμιά σημασία αν γεννήθηκε κάποιος στην Ελλάδα, την Τουρκία, την Ιαπωνία ή τη γη του Πυρός. Σημασία έχει όπου κι αν ζει, με ό,τι συνθήκες κι αν έχει να κάνει, απ'όπου κι αν κρατάνε οι παραδόσεις του, το φέσι, η σκούφια ή το κιμονό του, να είναι πάνω απ'όλα άνθρωπος και να αγαπάει τον άνθρωπο. Και μιλώ για μια αγάπη βιωματική, ζωντανή κι εξελισσόμενη, που ανακαλύπτει νέους τρόπους έκφρασης και δεν μένει στάσιμη. Δεν μιλάμε (κι έδειξε κι εμένα ξέροντας ότι συμφωνώ μια και τα'χαμε συζητήσει μαζί κάμποσες φορές αυτά) για μια αγάπη θεωρητική απλά, φλατ και τυφλή στην ουσία της. Σαν αυτή για την οποία μιλούν συχνά οι οποιοιδήποτε ινστρούχτορες-γκουρού κι εμείς θα πρέπει απλώς να αγαπάμε και να παραμένουμε βουβοί κι αόμματοι μπροστά στα οφθαλμοφανέστατα στραβά και τους σωρούς από άσχημα χούγια των άλλων. Δεν είναι για εμάς εκείνη η αγάπη που εκδηλώνεται ψυχαναγκαστικά κι αναμένει σώνει και καλά την οποιαδήποτε μεταθανάτια ή καρμική ανταμοιβή".
Σταμάτησε για λίγο σα να θελε να πάρει ανάσα και με κοίταξε: "Τι λες κι εσύ;" "Ξέρεις την άποψή μου, θα την ξαναπώ και για την Άντζυ, που πιστεύω να συμφωνεί. Αγάπη σημαίνει πάνω απ'όλα δόσιμο χωρίς όρους και συμβόλαια και απαίτηση μετά είσπραξης οφειλών, αλλά από την άλλη σημαίνει και μη καλόπιασμα στα βίτσια και χαϊδολόγημα στα κακώς κείμενα που διαπιστώνεις να διακατέχουν τον άλλον".
Τότε ο Ανέστης ξαναπήρε τη σκυτάλη κι έπιασε το χέρι της γυναίκας του, με μάτια που έλαμπαν τόσο από αγάπη όσο κι από έρωτα: "Καταλαβαίνεις μωρό μου τι εννοώ, γιατί είσαι έξυπνος άνθρωπος και ξέρεις...οι έξυπνοι άνθρωποι είναι οι πιο ερωτεύσιμοι".
Εκείνη δεν μίλησε, μόνο χαμογέλασε με νόημα και με περίσσια γλυκύτητα. Κι αυτός συνέχισε, σκοτεινιάζοντας λίγο, είναι η αλήθεια: "Είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε, προσπαθώντας να μείνουμε ακέραιοι και να μην καούμε, ανάμεσα σε φατρίες παλαβών και βλακών κι αγέλες υποταγμένες με τη θέλησή τους κι εχθρικές απέναντι σε όσους διαφοροποιούν ξεκάθαρα τη δική τους στάση. Κάτι που σίγουρα από μόνο του θέλει κότσια και γερό στομάχι. Όταν λοιπόν βρίσκουμε μπροστά μας, σε όλη του την ξετσιπωσιά, κι όλο το κρυφό και φανερό φασιστομάνι, ανεξάρτητα από πρόσημα, και όλοι μαζί να μας ραντίζουν με τα σκατά τους και να μας πνίγουν με αυτά, τότε συχνά βρίσκω δελεαστική την ιδέα να στραπατσάρω μερικές σκατόφατσες. Όχι μόνο για λόγους άμυνας, αλλά επειδή μας καταστρέφουν με το έτσι μας γουστάρει την αισθητική, κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο και ζωτικό".
Η Άντζελα λειτούργησε πάλι με το δικό της ιδιαίτερο εξισορροπητικό τρόπο, καθώς του έπιασε και τα δυο χέρια και του είπε με ηρεμία: "Μπορεί να έχεις δίκιο καλέ μου, αλλά μην ξεχνάς. Όταν θέλεις να σπας σκατόφατσες να είσαι έτοιμος να σου σπάσουν και τη δική σου φάτσα. Οπότε καλό είναι να την προσέχεις όσο μπορείς και να μην την έχεις για ξόδεμα! Κι εγώ την αγαπώ τη δική σου σκατόφατσα (αυτό τον αποφόρτισε και τον έκανε να χαμογελάσει). Άλλωστε με το να σπάσεις μερικά κεφάλια, νομίζεις ότι απ'το φόβο που θα έχουν μετά, θα γίνουν καλύτερα κεφάλια;"
Τότε αποφάσισα να μιλήσω κι εγώ. "Πάντως Άντζυ, μην μου πεις πως όταν πέφτεις πάνω σε αυτούς που περίγραψε πριν ο δικός σου, κι αυτό έχεις πολύ συχνά την τύχη ή την ατυχία να σου συμβαίνει, δεν αξίζει τουλάχιστον τον κόπο να τους ξεμπροστιάζεις, όποτε έχεις και την ευκαιρία;"
Εκείνη με κοίταξε με σοβαρό ύφος που συνάμα εξέπεμπε και μια φανερή συμπάθεια και δεν άργησε να μου πει: "Ίσως ναι. Και ίσως κι όχι". "Τι θες να πεις;" τη ρώτησα. "Εννοώ ότι αρκετές φορές όταν βλέπεις και νιώθεις αυτό το...το ..." (αχ! αυτή η ελληνική γλώσσα με την πληθώρα εκφράσεων και λέξεων κι εναλλακτικών επιλογών για την αποτύπωση των εννοιών και νοημάτων, δεν είναι και η πιο εύκολη του κόσμου!) "Το μάταιο;" παρενέβη βοηθητικά ο Ανέστης. "Ευχαριστώ καλέ μου, αυτό μάλλον ήθελα να πω, αλλά ξέρεις καμιά φορά. Το μάταιο λοιπόν! Μήπως τότε θα είναι καλό και χρήσιμο να σκεφτείς ότι αυτό που λες...να ξεμπροστιάσεις ή κάτι τέτοιο...είναι σπατάλη ενέργειας και χάσιμο πολύτιμου χρόνου; Μήπως;"
Έμεινα για λίγο σιωπηλός καθώς ο φίλος μου, με τη χαρά να ξεχειλίζει απ'όλο του το πρόσωπο, χάιδευε στην κοιλιά της αγαπημένης του, που γουργούριζε σαν γάτα, τη νέα ζωή που θα ερχόταν σύντομα σε τούτο τον ταλαίπωρο κόσμο, μα γεμάτο ομορφιά αν ξέρεις πώς και πού να κοιτάξεις...
Χμ!
Μία συνύπαρξη σαν περιπαιχτική ριπή...
Καθόμουν στην καφετέρια, απολαμβάνοντας τη δροσιά που πρόσφεραν τα δέντρα στο παρκάκι (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί καταστρέφονται για να σπαρθούν πάρκινγκ στη θέση τους) σε αυτή την πρώιμα καλοκαιρινή ημέρα και περίμενα τους δυο φίλους που με είχαν στήσει λιγάκι.
Δίπλα μου, σε απόσταση αναπνοής, κάθονταν δυο τύποι, περασμένα σαράντα και οι δυο, που μιλούσαν τόσο δυνατά λες κι επιδίωκαν να τους ακούνε όλοι γύρω, θέλοντας και μη. Στοιχείο μάλλον διόλου σπάνιο στο νεοελληνικό κώδικα συμπεριφοράς. Καθώς τέλειωναν τα φραπόγαλά τους, είχαν
κατευθύνει τη θορυβώδη κουβέντα τους στα "εκλογικά απομεινάρια" της 25ης Μαΐου. Αυτός που φαινόταν μικρότερος στην ηλικία υπογράμμισε το γεγονός ότι ο ένας στους δυο αστυνομικούς είχε ψηφίσει χρυσή αυγή. "Και τι περίμενες δηλαδή ρε μαλάκα;", αποκρίθηκε ο μεγαλύτερος με το εξίσου μεγάλο και παχύ μουστάκι που κατά κάποιο τρόπο απάλυνε την έλλειψη τριχών στο κρανίο του. Και συνέχισε: "Δηλαδή τι να ψήφιζαν τα παιδιά; Αριστερούς; Ίσες ευκαιρίες σε όλους και ίσες μαλακίες; Δεν λες πάλι καλά που υπάρχουν κι αυτοί για να παίρνουν στο κυνήγι όλους τους βρωμύλους που γέμισαν τον τόπο και να τους ρίχνουν και κάμποσες "ψιλές", off the record που λέμε;". "Ναι ναι!" απάντησε ο άλλος με το σχετικά μακρύ μαλλί και το στυλ του φαν σκυλάδικων της εθνικής οδού και της ποδοσφαιρικής ομάδας της γειτονιάς. Και δεν παρέλειψε να συμπληρώσει: "Ο πιτσιρικάς ο γιος
της ξαδέλφης μου, 23 είναι αν θυμάμαι καλά, που υπηρετεί στα ΜΑΤ λέει πως ακόμα και τσάμπα θα έσπαγε τα κεφάλια κι αυτών των αναρχο-άπλυτων". "Και καλά λέει", απάντησε ο μουστάκιας ρουφώντας ηχηρά την τελευταία τζούρα του εθνικού ροφήματος, "έχουνε αυξηθεί πολύ κι αυτοί, κατι σαν τους πούστηδες να πούμε". Και ξεράθηκαν και οι δυο στα γέλια.
Αν και με γοητεύει η φιλοσοφία του ζεν, δεν το κρύβω πως είχα αρχίσει να φορτώνω. Όταν ξάφνου είδα τα βλέμματά τους, που άστραψαν από απέχθεια, να καρφώνονται προς τα δεξιά. Τι τους είχε τραβήξει με τόσο αρνητικό τρόπο την προσοχή; Μα ένα ζευγάρι που βολτάριζε στο πάρκο, σφιχταγκαλιασμένο και με φανερή την ευτυχία στα πρόσωπά τους. Αλλά το "απαράδεκτο της κατάστασης" ήταν ότι η κοπέλα ήταν λευκή και μάλιστα όμορφη, κάτι που φαίνεται να ενόχλησε ακόμη περισσότερο τους δυο "κοινωνικούς αναλυτές" και το αγόρι έγχρωμο κι εξίσου όμορφο.
Μετά από ένα λεπτό αγανακτισμένης σιωπής, άκουσα τον πιο "experienced" να δηλώνει με αποτροπιασμό: "Ρε την πουτάνα! Λες και χάθηκαν οι άντρες, αυτή πήγε με τον αράπη! Ε ρε να'ταν εδώ τίποτα χρυσαυγίτες γέλιο που θα ρίχναμε!"
Δεν κρατήθηκα άλλο. Προσπαθώντας ωστόσο να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και με το πιο επιτηδευμένα ευγενικό κι αφελές στυλ, του απηύθυνα το λόγο: "Συγγνώμη κύριε αν γίνομαι αδιάκριτος, αλλά επειδή άθελά μου σας άκουσα, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι; Αν βλέπατε έναν
λευκό, έναν πώς να το πω..."δικό μας" να περνάει αγκαλιά με μια μαύρη κοπέλα, θα λέγατε πάλι κάτι παρόμοιο ή υπάρχει διαφορά;". Ο μικρότερος με έκοψε με φανερή υποψία κι ενόχληση, αλλά ο μεγαλύτερος, και φαίνεται ο υποτίθεται πιο cool, του έκανε νόημα να μην ανακατευτεί.
"Αφού φίλε μου έχεις απορίες και με ρωτάς τη γνώμη μου, να στις λύσω εγώ. Είσαι άνθρωπος που δεν μοιάζει χτεσινός, σωστά; Οπότε θα συμφωνείς ότι εμείς οι άντρες είναι καλό να έχουμε εμπειρίες και περιπέτειες στη ζωή, εντάξει; Αν κι εγώ δεν το'χω δοκιμάσει, λένε πως οι μαυρούλες (πως και δεν τις αποκάλεσε άραγε αραπίνες;) ξέρουν πολλά κόλπα και πώς να φτιάχνουν έναν άντρα! Εσύ είσαι άραγε ανύπαντρος; Γιατί όταν έρθει η ώρα να διαβεί αυτός τα σκαλιά της εκκλησιάς, για να κάνει οικογένεια, καλό είναι να τα αφήνει πίσω του τα κόλπα. Άντε, τουλάχιστον στην αρχή!"
Το σοβαρό και συνάμα άνετο ύφος που είχε υιοθετήσει και τα περιθώρια που άφηνε στη "συνέχιση των αντρικών εμπειριών" και μετά το γάμο, με έκαναν να συγκρατήσω τα γέλια μου με σχετική δυσκολία.
"Ευχαριστώ κύριε για τη συμβουλή. Συγγνώμη τώρα αλλά ήρθε ένα φιλικό ζευγάρι που περίμενα".
Στη θέα των φίλων μου που έφτασαν πιασμένοι χέρι χέρι, οι δυο τυπάδες έμειναν κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια για κάμποσα δευτερόλεπτα γουρλωμένα.
Ο Ανέστης ήταν κοντά 1,90 στο μπόι και γεμάτος μύες, μια κι έκανε για χρόνια πυγμαχία σε ερασιτεχνικό πάντα επίπεδο. Φορούσε ένα μακό με μια καρδιά στο κέντρο που μέσα της δέσποζε ένα αλφάδι. Και η λεζάντα από κάτω συμπλήρωνε το σχέδιο: "Anarchy is for lovers". H σύντροφός του η Άντζελα, παρά την προχωρημένη εγκυμοσύνη της, δεν έπαυε να διατηρεί την κομψότητά της, σε συνδυασμό με την αφρικάνικη ομορφιά της. Καταγόταν από τη Νιγηρία κι εδώ και αρκετά χρόνια έμενε στην Ελλάδα. Α ναι! Και φυσικά ήταν μαύρη.
Ο μεγαλύτερος απ'τους δυο τύπους με κοίταξε μ'ένα ύφος που σχεδόν έσταζε μίσος, σα να ήθελε να μου πει-αλλά δεν το έκανε ποτέ: "Δηλαδή μας δούλευες και μας ειρωνευόσουν ρε;" (Δεν το είχε προφανώς καταλάβει πριν...)
"Γεια σου νονέ, δεν σε στήσαμε και πολύ, ε;", μου είπε χαμογελώντας ο Ανέστης καθώς κάθονταν και οι δυο τους, μάλλον και οι τρεις τους, δίπλα μου. "Α! Μην τον λες έτσι!", είπε με το δικό της αστραφτερό χαμόγελο η Άντζελα, "κάτσε να γεννηθεί πρώτα ο junior και μετά θα δούμε αν τον θέλουμε ακόμα για νονό". Η Άντζελα μιλούσε σχεδόν άψογα τα ελληνικά κάτι που έκανε εντύπωση στους δυο τυπάδες που είχαν στήσει μάτια κι αυτιά κι εγώ τους παρακολουθούσα με την άκρη των ματιών μου κάθε τόσο.
"Πουλάκια μου! Δηλαδή αποφασίσατε να βαφτίσετε το παιδί με παπά, κολυμπήθρα κι όλα τα παρελκόμενα; Δεν θα πειράξει αυτό τον άντρα του σπιτιού (κι αυτή τη φράση την τόνισα ιδιαίτερα για να το ακούσουν και κάποιοι άλλοι), που μου'λεγε όχι πολύ καιρό πριν πως απλώς θα δηλώσετε το όνομα του μωρού στο ληξιαρχείο;"
"ΟΚ!" απάντησε η Άντζελα που ήταν χριστιανή στο θρήσκευμα (και μάλιστα από προτεστάντρια είχε αποφασίσει να βαπτιστεί ορθόδοξη εδώ στην Ελλάδα), "μπορεί ο φίλος σου να είναι άθεος, αλλά τελικά κατάφερα να τον πείσω να βαφτίσουμε το baby μας σ'ένα ωραίο ξωκλήσι κάπου στην εξοχή και χωρίς πολλά πολλά. Έτσι για να λάβει ο junior τη χάρη του Θεού και την ευλογία του Jesus. Κι επειδή ο φίλος σου με αγαπάει, δέχτηκε να μου κάνει το χατήρι"
Ο Ανέστης, κλείνοντάς μου το μάτι συνωμοτικά, δεν παρέλειψε να συμπληρώσει: "Βέβαια, μεγαλώνοντας θα επιλέξει ο ίδιος τι θα πιστεύει τελικά και τι όχι, έτσι δεν είναι καλή μου;"
Η Άντζελα έβαλε το χέρι της μέσα στα πλούσια μαλλιά του. "Έτσι είναι. Άλλωστε οικογένεια είμαστε. Όχι κατηχητικό!" Ο σύντροφός της τότε με κοίταξε με επιτηδευμένα πονηρό ύφος : "Οπότε εσύ μάλλον δεν μας κάνεις για νονός. Για σκέψου ρε συ! Να σου πει ο ιερέας "Απετάξω τω Σατανά;" κι εσύ αντί "Απεταξάμην" να του απαντήσεις ότι δεν θέλεις να τα σπάσεις με τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου! Σε ξέρω εγώ τι κουμάσι είσαι, θα μας τινάξεις στον αέρα το μυστήριο!"
Δεν μπορέσαμε να μη γελάσουμε και οι τρεις. Στο μεταξύ, οι δυο τύποι δίπλα έμοιαζαν σαν ψάρια που βρέθηκαν έξω απ΄τη γυάλα τους και ασφυχτιούσαν. Κι αυτό έγινε ακόμα πιο έκδηλο στην επόμενη επισήμανση που έκανε η Άντζελα: "Κι ευτυχώς που εγώ κι ο φίλος σου από εδώ δεν σκοπεύουμε ποτέ να παντρευτούμε, γιατί δεν θα μας έκανες ούτε για κουμπάρος".
Οι δυο τυπάδες δίπλα έμοιαζαν σα να βρίσκονται σε μεγάλη σύγχυση. Το "κακό είχε παραγίνει" και ήταν ενοχλητικά κι ασυνήθιστα "ανατρεπτικό" γι'αυτούς (κι όλους τους ομοίους τους, ακόμα κι αυτούς που αρέσκονται να το παίζουν προς τα έξω απελευθερωμένοι από κάθε είδους προκαταλήψεις).
Λευκός μαζί με μαύρη που έχει μείνει κι έγκυος-Λευκός αναρχικός κι άθεος, μαύρη χριστιανή και οι δυο τους ολοφάνερα αγαπημένοι και ταιριαστοί και παιδί που θα βαπτιζόταν από γονείς που δεν σκόπευαν ποτέ να παντρευτούν. Μία αρμονική συμβίωση, σαν περιπαιχτική ριπή προς τις "ιερές αξίες της φυλής" και τα "αξιακά μότο"-συνθήματα, όπως "πατρίς-θρησκεία-οικογένεια", για να ελέγχονται πολιτικά και διανοητικά τα αντανακλαστικά των ποιμνίων ή κοπαδιών.
Ο Ανέστης δεν μπόρεσε να μην προσέξει το ανακάτεμα κακίας και ηλιθιότητας στα βλέμματα και τις αμήχανες κινήσεις τους. "Συμβαίνει κάτι κύριοι;" τους είπε κοφτά και με το πειστικά ψαρωτικό του ύφος. "Ε...όχι όχι!" απάντησε αυτός που είχε την καλοσύνη να μου προσφέρει λίγο πριν το λογίδριο περί αλανιάρη και κατόπιν οικογενειάρχη ιθαγενούς (κι όχι μόνο) ανδρός και μετά και πάλι αν χρειαστεί αλανιάρη..."Κο..κοπελιά να σε πληρώσουμε;" ψέλισε στη σερβιτόρα κι αφήνοντας το ακριβές ποσό στο τραπέζι, σηκώθηκαν άρον άρον και μας άδειασαν τη γωνιά.
Οι φίλοι μου με κοιταξαν με απορία. Κι εγώ τους εξήγησα σύντομα όλα όσα είδα κι άκουσα κι αντάλλαξα μαζί με αυτούς τους δυο που αποχώρησαν βιαστικοί και μάλλον φοβισμένοι. Καθώς οι μύες και οι φλέβες του Ανέστη έδιναν συχνά την εντύπωση ότι μοιάζουν έτοιμοι να εκραγούν και το ωστικό κύμα να μην αφήσει κανέναν αλώβητο στην εμβέλειά του. "Φαίνεται πως η παρουσία σας τους δημιούργησε κάτι σαν άβολο πολιτισμικό σοκ", έκλεισα γελώντας την αναφορά μου.
"Ώστε μας βγήκαν και φιλοσοφημένοι ελληναράδες!" φώναξε ο Ανέστης κι αμέσως παρενέβη η σύντροφός του: "Μη φωνάζεις και τρομάξει ο junior μας. Ύστερα, κι εσύ μπορεί να γεννήθηκες και να έζησες στο εξωτερικό, αλλά από Έλληνες γονείς και τώρα ζεις στην Ελλάδα. Ξέρεις πως την αγαπώ σαν δεύτερη πατρίδα μου".
Ο Ανέστης την κοίταξε με μια αξιοζήλευτη τρυφερότητα: "Σέβομαι αυτό που λες καρδιά μου, άκουσε όμως κάτι. Δεν έχει καμιά σημασία αν γεννήθηκε κάποιος στην Ελλάδα, την Τουρκία, την Ιαπωνία ή τη γη του Πυρός. Σημασία έχει όπου κι αν ζει, με ό,τι συνθήκες κι αν έχει να κάνει, απ'όπου κι αν κρατάνε οι παραδόσεις του, το φέσι, η σκούφια ή το κιμονό του, να είναι πάνω απ'όλα άνθρωπος και να αγαπάει τον άνθρωπο. Και μιλώ για μια αγάπη βιωματική, ζωντανή κι εξελισσόμενη, που ανακαλύπτει νέους τρόπους έκφρασης και δεν μένει στάσιμη. Δεν μιλάμε (κι έδειξε κι εμένα ξέροντας ότι συμφωνώ μια και τα'χαμε συζητήσει μαζί κάμποσες φορές αυτά) για μια αγάπη θεωρητική απλά, φλατ και τυφλή στην ουσία της. Σαν αυτή για την οποία μιλούν συχνά οι οποιοιδήποτε ινστρούχτορες-γκουρού κι εμείς θα πρέπει απλώς να αγαπάμε και να παραμένουμε βουβοί κι αόμματοι μπροστά στα οφθαλμοφανέστατα στραβά και τους σωρούς από άσχημα χούγια των άλλων. Δεν είναι για εμάς εκείνη η αγάπη που εκδηλώνεται ψυχαναγκαστικά κι αναμένει σώνει και καλά την οποιαδήποτε μεταθανάτια ή καρμική ανταμοιβή".
Σταμάτησε για λίγο σα να θελε να πάρει ανάσα και με κοίταξε: "Τι λες κι εσύ;" "Ξέρεις την άποψή μου, θα την ξαναπώ και για την Άντζυ, που πιστεύω να συμφωνεί. Αγάπη σημαίνει πάνω απ'όλα δόσιμο χωρίς όρους και συμβόλαια και απαίτηση μετά είσπραξης οφειλών, αλλά από την άλλη σημαίνει και μη καλόπιασμα στα βίτσια και χαϊδολόγημα στα κακώς κείμενα που διαπιστώνεις να διακατέχουν τον άλλον".
Τότε ο Ανέστης ξαναπήρε τη σκυτάλη κι έπιασε το χέρι της γυναίκας του, με μάτια που έλαμπαν τόσο από αγάπη όσο κι από έρωτα: "Καταλαβαίνεις μωρό μου τι εννοώ, γιατί είσαι έξυπνος άνθρωπος και ξέρεις...οι έξυπνοι άνθρωποι είναι οι πιο ερωτεύσιμοι".
Εκείνη δεν μίλησε, μόνο χαμογέλασε με νόημα και με περίσσια γλυκύτητα. Κι αυτός συνέχισε, σκοτεινιάζοντας λίγο, είναι η αλήθεια: "Είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε, προσπαθώντας να μείνουμε ακέραιοι και να μην καούμε, ανάμεσα σε φατρίες παλαβών και βλακών κι αγέλες υποταγμένες με τη θέλησή τους κι εχθρικές απέναντι σε όσους διαφοροποιούν ξεκάθαρα τη δική τους στάση. Κάτι που σίγουρα από μόνο του θέλει κότσια και γερό στομάχι. Όταν λοιπόν βρίσκουμε μπροστά μας, σε όλη του την ξετσιπωσιά, κι όλο το κρυφό και φανερό φασιστομάνι, ανεξάρτητα από πρόσημα, και όλοι μαζί να μας ραντίζουν με τα σκατά τους και να μας πνίγουν με αυτά, τότε συχνά βρίσκω δελεαστική την ιδέα να στραπατσάρω μερικές σκατόφατσες. Όχι μόνο για λόγους άμυνας, αλλά επειδή μας καταστρέφουν με το έτσι μας γουστάρει την αισθητική, κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο και ζωτικό".
Η Άντζελα λειτούργησε πάλι με το δικό της ιδιαίτερο εξισορροπητικό τρόπο, καθώς του έπιασε και τα δυο χέρια και του είπε με ηρεμία: "Μπορεί να έχεις δίκιο καλέ μου, αλλά μην ξεχνάς. Όταν θέλεις να σπας σκατόφατσες να είσαι έτοιμος να σου σπάσουν και τη δική σου φάτσα. Οπότε καλό είναι να την προσέχεις όσο μπορείς και να μην την έχεις για ξόδεμα! Κι εγώ την αγαπώ τη δική σου σκατόφατσα (αυτό τον αποφόρτισε και τον έκανε να χαμογελάσει). Άλλωστε με το να σπάσεις μερικά κεφάλια, νομίζεις ότι απ'το φόβο που θα έχουν μετά, θα γίνουν καλύτερα κεφάλια;"
Τότε αποφάσισα να μιλήσω κι εγώ. "Πάντως Άντζυ, μην μου πεις πως όταν πέφτεις πάνω σε αυτούς που περίγραψε πριν ο δικός σου, κι αυτό έχεις πολύ συχνά την τύχη ή την ατυχία να σου συμβαίνει, δεν αξίζει τουλάχιστον τον κόπο να τους ξεμπροστιάζεις, όποτε έχεις και την ευκαιρία;"
Εκείνη με κοίταξε με σοβαρό ύφος που συνάμα εξέπεμπε και μια φανερή συμπάθεια και δεν άργησε να μου πει: "Ίσως ναι. Και ίσως κι όχι". "Τι θες να πεις;" τη ρώτησα. "Εννοώ ότι αρκετές φορές όταν βλέπεις και νιώθεις αυτό το...το ..." (αχ! αυτή η ελληνική γλώσσα με την πληθώρα εκφράσεων και λέξεων κι εναλλακτικών επιλογών για την αποτύπωση των εννοιών και νοημάτων, δεν είναι και η πιο εύκολη του κόσμου!) "Το μάταιο;" παρενέβη βοηθητικά ο Ανέστης. "Ευχαριστώ καλέ μου, αυτό μάλλον ήθελα να πω, αλλά ξέρεις καμιά φορά. Το μάταιο λοιπόν! Μήπως τότε θα είναι καλό και χρήσιμο να σκεφτείς ότι αυτό που λες...να ξεμπροστιάσεις ή κάτι τέτοιο...είναι σπατάλη ενέργειας και χάσιμο πολύτιμου χρόνου; Μήπως;"
Έμεινα για λίγο σιωπηλός καθώς ο φίλος μου, με τη χαρά να ξεχειλίζει απ'όλο του το πρόσωπο, χάιδευε στην κοιλιά της αγαπημένης του, που γουργούριζε σαν γάτα, τη νέα ζωή που θα ερχόταν σύντομα σε τούτο τον ταλαίπωρο κόσμο, μα γεμάτο ομορφιά αν ξέρεις πώς και πού να κοιτάξεις...
Χμ!
ανιχνευτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου