Eκείνο το πρωινό της Κυριακής που ξύπνησα, είπα να με ξαφνιάσω, να με πιάσω εξαπίνης.
Και δεν αναψα τσιγάρο, ούτε έβαλα καφέ. Κανένα σχέδιο ή πρόγραμμα δεν κατέστρωσα. Την πόρτα άνοιξα μοναχά και γλίστρησα έξω, στους δρόμους. Βαστάτε πόδια μου λοιπόν!
Βέβαια, μια στρατιά από λογής σκέψεις άρχισαν να πολιορκούν το κεφάλι μου. Συνηθισμένες, άσχετες, ξέμπαρκες, φλύαρες, αυτάρεσκες. Τους αρνήθηκα ωστόσο επίμονα τις απόπειρες κατάληψης. Και προχώρησα άδειος. Ανεπηρέαστος. Με το κεφάλι στητό και τα μάτια ανοιχτά. Για πού; Όπου με βγάλει.
Να σουλατσάρω σε πλατιούς πολύβουους δρόμους. Να αφουγκραστώ τα μουγγρητά της πόλης. Να σεργιανίσω σε απόμερα σοκάκια και να ξετρυπώσω δρομάκια με πολύτιμα μυστικά. Να τραγουδήσω τραγούδια που δε μου'μαθε ποτέ κανείς. Να σφυρίξω σκοπούς που συνέθεσα εντός μου.
Να σταθώ λιγάκι παραπάνω εκεί όπου άνοιγα το βήμα. Στο πέταγμα ενός αλήτικου πουλιού, σ'ένα ξερό φύλλο που το χορεύει ο αέρας, σε πιτσιρίκια που κυλιούνται στο γρασίδι ευτυχισμένα, σε πρόσωπα να κρατιούνται με χαμόγελο απ΄το χέρι κόντρα στην επιδρομή της κατήφειας, σε παππούδες και γιαγιάδες αραχτούς στα παγκάκια ν'αφηγούνται περασμένα και να παραπονιούνται για τωρινά.
Ολόγυρα ν'ανιχνεύσω όλα τα θαύματα εκείνα που γύρω διαρκώς συμβαίνουν κι ως συνήθως αγνοούμε. Να εστιάσω σε όλα εκείνα που συνήθιζα να προσπερνώ άστοχα, βιαστικά. Να πέσω πάνω σε παράξενες συντροφιές που εκπέμπουν κύματα & δονήσεις σε αλλόκοτες συχνότητες για όλες τις ρεπλίκες ανθρώπων και τη ρουτίνα τους.
Εκείνο το πρωί είπα να ζητήσω ρεπό από εκείνον που σαν τον εαυτό μου σύστηνα (σ'εμένα, κυρίως).
Κάτι όμορφο, κάτι διαφορετικό, κάτι μαγευτικά απλό και γι'αυτό δυσεύρετο, κάτι με ένα σημαντικό και παραγνωρισμένο νόημα, κάτι που σφύζει από τη δύναμη και τη μεθυστική χαρά του "θεού των μικρών πραγμάτων", κάτι με/μας περιμένει να το αδράξουμε εκεί έξω. Και σίγουρα θα το γυρεύουν κι άλλοι.
Μήπως κι ανταμώσουμε για να συνθέσουμε έναν καινούργιο ορίζοντα πάνω απ'τα κεφάλια μας και μες στα σωθικά μας. Με νιόβγαλτα χρώματα και μπόλικο φως να ξαποστείλει μια και καλή τους καταραμένους αυτοματισμούς, τη μιζέρια και την καταχνιά.
ανιχνευτής