[στεύη τσούτση]
Τα χαρακτηριστικά του είχαν παραμορφωθεί από την εξάντληση και τον πόνο.
Όσο όμως κι αν αλλοιώνονταν, η αλήθεια ήταν μια: ήταν πανέμορφος.
Μελαχροινός, με σταρένιο δέρμα και μάτια στο χρώμα του ώριμου κάστανου.
Δυο μάτια που την κοίταξαν με αγωνία κι έμοιαζαν να βυθίζονται κατευθείαν στην ψυχή της.
“Πονώ, βοήθησέ με” της είπε με ικεσία και βυθίστηκε σε πυρετώδη λήθαργο.
Η Κόρη της Γης κουβάλησε μόνη της τον Άγγελο βαθιά στο δάσος, στο κέντρο του Βασιλείου της. Τον απόθεσε κουρασμένη στη ρίζα του δέντρου της Ζωής και τον φρόντισε.
Στην αρχή καθάρισε την πληγή και το πρόσωπό του. Το πρόσωπο, τής πήρε περισσότερη ώρα από όση θα έπρεπε, καθώς έπιασε τον εαυτό της να χάνει το χρόνο χαζεύοντάς τον, μαγεμένη. Με βοτάνια της Μητέρας της, της Γης, άλειψε το τραύμα και το έδεσε προσεκτικά. Κι ύστερα απέμεινε δίπλα του, να σκουπίζει τις στάλες του ιδρώτα από το μέτωπό του, περιμένοντας να δράσουν τα γιατρικά και να πέσει ο πυρετός.
Κι όταν πάλι αυτός ξύπνησε, άκουσε με ενδιαφέρον την ιστορία για την επίθεση του γερακιού που τον τραυμάτισε και μάταια προσπάθησε να κρύψει το κοκκίνισμά της στα χαμόγελα και τις ευχαριστίες για τη ζωή του.
Τον κράτησε κοντά της δύο ολόκληρους κύκλους της Σελήνης, καθώς η πληγή, του στερούσε το φτερούγισμα. Κι από όταν θυμόταν την ύπαρξή της, ήταν αυτός ο καιρός ο πιο ευτυχισμένος που είχε γνωρίσει, χρωματισμένος από το καστανό των ματιών του και τη μελωδία της φωνής και του γέλιου του.
Και πέρασε ο καιρός κι απέδωσαν οι φροντίδες κι η φτερούγα γιατρεύτηκε. Και τη χαρά, την ανακούφιση της γιατρειάς του την επισκίασε η συνειδητοποίηση του επικείμενου χωρισμού.
Στην καρδιά της, όλον αυτό τον καιρό είχε ανθίσει η πιο όμορφη, η πιο λαμπερή Άνοιξη. Με ποιά δύναμη θα μπορούσε να δεχτεί ξανά τη βαρυχειμωνιά;
Ένα πλάσμα του Ουρανού είχε καταφέρει να τη βγάλει από τη μοναξιά της, να της ξυπνήσει συναισθήματα κοιμισμένα. Πώς θα μπορούσε να τα αρνηθεί όλα αυτά όταν τα είχε ζήσει πλέον, όταν ήξερε πως υπήρχαν και για λίγο της χαρίστηκαν;
“Μη φύγεις, μείνε κοντά μου“, σπάραξε ακράτητη πλέον την τελευταία τους νύχτα.
“Τίποτα δε θα είναι ίδιο αν φύγεις. Είμαι η Κόρη της Γης, έζησα όλο μου τον καιρό πλημμυρισμένη από τα χρώματα, τους ήχους, τα αγγίγματα και τις μυρωδιές της Μεγάλης Μητέρας. Κι όμως, αν με ρωτήσεις, το χρώμα που βλέπω πια είναι μόνο των ματιών σου. Ο ήχος που ακούω είναι μόνο της ανάσας σου, που κάθε στιγμή μου δίνει την ευτυχία πως είσαι ζωντανός. Η μυρωδιά που κυριαρχεί είναι αυτή των μαλλιών σου. Και το μόνο που αναγνωρίζουν τα δάχτυλά μου είναι η απαλότητα και η ζεστασιά του αγγίγματος του λαιμού σου. Ολόκληρο το είναι μου κυριεύθηκε από σένα, παραδόθηκε σε σένα. Δεν έχω άλλο τρόπο να σου πω πως σ’αγαπάω, απλά, λιτά κι απέριττα…Μείνε…”
Κι ο Άγγελος δίχως να κατεβάσει στιγμή τα μάτια του από πάνω της, τύλιξε προστατευτικά τις φτερούγες του γύρω της και την παρηγόρησε μέχρι το ξημέρωμα του αποχωρισμού.
“Δε μπορώ αγάπη μου να μείνω. Τόσον καιρό κοντά σου, οι ίδιες σκέψεις βασανίζουν κι εμένα. Αδυνατώ να σκεφτώ το πώς θα καταφέρω να ζήσω δίχως εσένα. Μα είμαι πλάσμα του Ουρανού και μονάχα εκεί είμαι ευτυχισμένος. Αν έμενα κοντά σου, η αγάπη μας δε θα αρκούσε να καλύψει το κενό της απώλειας του κόσμου μου. Θα θάμπωναν τα μάτια, θα ξεθώριαζαν τα μαλλιά, θα αγρίευε το δέρμα μου μακριά από τους αιθέρες. Θα κατέληγα στο τέλος, άλλος από αυτόν που αγάπησες και σε λάτρεψε και το μόνο πράγμα που θα μπορούσε ακαριαία να με σκοτώσει, θα ήταν να αλλάξει ο τρόπος που με κοιτάς. Η συνειδητοποίηση του ότι έπαψες να με αγαπάς. Γι’αυτό έλα μαζί μου, στο αέρινο βασίλειό μου. Θα φτιάξω το σπίτι μας στο πιο απαλό σύννεφο και θα το στολίσω για σένα με τα χρώματα τις ίριδας.Μονάχα έλα μαζί μου. “
Προσπάθησε να μη βλέπει την ικεσία στη φωνή και τα μάτια του. Μάζεψε όση δύναμη της είχε απομείνει για να τον αποχαιρετίσει…
“Όμοια με σένα και γω, είμαι πλάσμα της Γης. Μακριά από αυτή θα σβήσω. Πέτα λοιπόν ψηλά στο σπίτι σου και πάρε μαζί σου και την πιο διαλεχτή ουσία της ύπαρξής μου μαζί με την υπόσχεση ότι πάντα θα κοιτώ τον Ουρανό περιμένοντας να σε δω”
και τον άφησε να φύγει…
Δάκρυα αυλάκωσαν τα μάτια της σαν έμεινε μόνη και λυγμοί τράνταξαν το κορμί της.
Ακούμπησε στο δέντρο της Ζωής κι απόμεινε μερόνυχτα εκεί, να θρηνεί την χαμένη της ευτυχία και την αγάπη που πέταξε μακριά της.
Τα δάκρυά της καθώς έπεφταν στη Γη γίνονταν ολόλευκα μικρά λουλούδια κι οι αναστεναγμοί της ταξίδευαν στα πέρατα του Βασιλείου, βυθίζοντάς το στο χειμώνα της θλίψης της.
Μα η Μάνα Γη, ως πολύστοργη Μητέρα, δεν άντεξε να βλέπει το παιδί της να υποφέρει.
“Φτιάξτε το σπίτι σας στο Δέντρο της Ζωής κόρη μου”, της είπε στοργικά
“Οι ρίζες του θα φτάνουν βαθιά σε μένα και τα κλαδιά του ψηλά στον Ουρανό. Έτσι θα γεφυρωθούν οι κόσμοι σας κι ο καημός σας θα πάψει. Ζήστε ευτυχισμένοι”
Κι έτσι έγινε. Το Δέντρο της Ζωής έγινε συνάμα και το Δέντρο της Ένωσής τους…
Ο δικός τους μοναδικός κόσμος, που η αγάπη τους μπορούσε να ανθίσει δίχως εμπόδια… Μια αγάπη δυνατή, παντοτινή και νικήτρια,καθώς αποδείκνυε στα βάθη του χρόνου μια βασική αλήθεια:
...ακατόρθωτο λέμε μόνο ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά..
Πάρθηκε από το περιοδικό chimeres
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου