Απομονώνοντας κάποιους στίχους
από ένα παλιό τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου:
"Μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι"
Καλοκαίρι. Δεν έχουμε πια το χρόνο για να βρούμε χρόνο ελεύθερο. Που σημαίνει ότι ο χρόνος μας βρίσκεται σε κάτι σαν σε ομηρία. Ο χρόνος που βαριανασαίνει και ξεφυσάει λαχανιασμένα, αναιμικά, γέρνοντας κάτω από όλα τα βάρη που κουβαλάει το κουφάρι μας.
Και το φορτίο μου στον ώμο έχει μια ετικέττα που δεν επιδέχεται..την πολυτέλεια του "χρόνου για ξόδεμα": ΕΠΙΒΙΩΣΗ! Όπως ο δούλος άλλων εποχών ζούσε κάτω από σκληρές συνθήκες, για να καταφέρει να επιβιώσει λίγο περισσότερο, έστω τα παιδιά του να έχουν ένα διαφορετικό μέλλον. Κάπου, κάποτε. Μεταθέτοντας τη λαχτάρα της πολυτέλειας του ελεύθερου, ποιοτικού χρόνου μέσα σε πιο ανθρώπινες και δημιουργικές συνθήκες ύπαρξης, σ'ένα δυνητικό απροσδιόριστο μέλλον. Αν βέβαια τον απασχολούσαν τέτοιες ανησυχίες και εμπνεόταν από σχετικά οράματα, κάτι που προϋπόθετε ένα υγιές πνευματικό εσωτερικό πάτημα και μια παλλόμενη ψυχή. Παρά το ζοφερό της κοινωνικής πραγματικότητας και της πληθώρας από αντιξοότητες.
Καλοκαίρι. Πώς στ'ανάθεμα συγχωνεύτηκες σε μια επίπεδη παρατεινόμενη βαρυχειμωνιά! Που μάσησε βουλιμικά και κατάπιε όλες τις εποχές και τις διαφορές που τόσο όμορφα και φυσικά τις αναδεικνύουν. Που σαν χοάνη καταβροχθίζει τους ανθούς, τα χρώματα, τις ηλιαχτίδες και τις δονήσεις της χαράς του να ζεις. Και ξερνάει μια καταραμένη λίστα από ανάγκες πιο ψεύτικες κι από την πιο εξόφθαλμη virtual reality, αυτήν που αφήσαμε να καβαλήσει τις στιγμές και τις αισθήσεις μας. Μια γκρίζα και αντιεπιβιωτική συνθήκη στην οποία συναινέσαμε δίχως να καταλάβουμε καλά καλά το πώς και το γιατί. Και τώρα εισπράττουμε με όλους τους πόρους μας τη μιζέρια της, τον παραλογισμό της, τα θεωρητικά σχήματά της που επιβλήθηκαν στη ζωή, τα κίβδηλα δίπολά της και τους καταστροφικούς δυισμούς της, τη φρίκη της κυριαρχίας της οικονομίας πάνω στην ορθή λογική και τη φύση και του αφέντη πάνω στις νέες στρατιές μισθωτών ή εκλιπαρούντων για δείγματα μισθού τεχνο-σκλάβων.
Καλοκαίρι. Αν περιμένω εσένα για να "δανειστώ" λίγο χρόνο, από τους φυσικούς δεσμώτες μου και το διανοητικό παρασιτικό προγραμματισμό τους, ώστε να "κάνω όλα αυτά που δεν μπορούσα όλο τον υπόλοιπο χρόνο να κάνω"..τότε το συμπέρασμα βγαίνει ωμά και με απόλυτα φυσικό τρόπο:
Προφανώς είμαι νεκρός!
Ένας walking dead, σαν αυτούς που αφειδώς η βιομηχανία της "διασκέδασης" με βομβαρδίζει για να μου θυμίζει χλευαστικά -κι ας μην το'χα καταλάβει ως τώρα- ποιος πραγματικά είμαι ή μάλλον έχω καταντήσει
εγώ. Ο ζαλισμένος αγελαίος θεατής. Μια δίποδη μηχανή γεμάτη αυτοματισμούς, φοβίες, αόριστες ιδέες και τραυματικά σύνδρομα. Που μερικές φορές ονειρεύεται ότι είναι ζωντανή κι ότι έχει μια ζώσα ψυχή ή έστω κάποια απομεινάρια της, μέσα σε κάποια παράξενα όνειρα που δραπετεύουν από τις αντέννες υποβολής και μαζικού υπνωτισμού.
Μέσα σ'ένα δοκιμαστικό σωλήνα και σε μια ζωή που διατηρείται με συντηρητικές ουσίες και με καθηλωμένες, αποσυντιθέμενες κοινωνίες που αναμασάνε πλαστική τροφή και συνθήματα.
Μια οσμή νεκροθαλάμου, που ούτε ο καυτός ήλιος του καλοκαιριού, ούτε η αλμύρα από το θαλασσινό νερό, ούτε το "προσωρινό άδειασμα του μυαλού" -από το περιεχόμενο που το διακατέχει όπως ο ιός τον ξενιστή του;- πάνω σε ψάθες ή ξαπλώστρες, ούτε τα καλοκαιρινά παραμιλητά, αρκούν για να την εξωραΐσουν..
Κι αν όλα αυτά ακούγονται υπερβολικά απαισιόδοξα είναι γιατί θέλουμε να είμαστε από τη φύση μας αισιόδοξοι, ευθυτενείς, τρελοί για την "κοινή λογική", αλλά όχι και αόμματοι.
Ο Ένοικος...