Σχόλιο δικό μας: Ένα εξαιρετικό άρθρο που κατ'εμάς διδάσκει Ιστορία κι ανεξαρτησία στοχασμού κι ευθικρισία, έξω από τα φαιδρά και δολοφονικά (και γι'αυτό κατασκευασμένα εκ του πονηρού) εθνικοπατριωτικά ιδεώδη, τα ιδεολογήματα και τα κυρίαρχα κελεύσματα των "ανθρωποφαρμών". Που χρησιμοποιούν τους ανθρώπινους πληθυσμούς ως μαριονέτες και όποτε χρειαστεί ως σφάγια, στο βωμό των συμφερόντων και των κρυφών ατζέντων μίας παντελώς αδίστακτης και (διόλου αβάσιμα, όπως προκύπτει από την απλή ανάγνωση και παρατήρηση των πεπραγμένων, των προωθούμενων και των ευσεβών της πόθων) ψυχοπαθητικής ελίτ...
Eπίσης, αξίζει να διαβάσετε από τον ίδιο αρθρογράφο: 28η Οκτωβρίου 1940, μια "εθνική" επέτειος ντροπής και βέβαια το "Εθνική αντίσταση", η πιο πρόσφατη ιερή αγελάδα του νεοελληνικού εθνοκράτους: η αποδόμηση του εν λόγω εθνικού μύθου από διεθνιστική επαναστατική πλευρά )
Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η απάτη των «εθνικών» και των «θρησκευτικών» πολέμων
Η ιδεολογικοποίηση του πολέμου γίνεται πάντοτε εκ των άνω, από μια κοινωνικώς κυρίαρχη μειοψηφία. Η ιδεολογικοποίηση του πολέμου αποσκοπεί στον καθαγιασμό του, στην πνευματικοποίησή του και στην απόκρυψη των αιτίων του. Έτσι θα γίνει ελκυστικός στη χειραγωγούμενη ανθρωπομάζα, η οποία θα πάει με προθυμία να σφαχτεί για ξένα προς αυτήν συμφέροντα, πιστεύοντας, ότι αγωνίζεται για δήθεν «υψηλά» ιδεώδη.
Η πολιτική αντίληψη περί πολέμου στους αρχαίους έλληνες
Αντίθετα, στους αρχαίους έλληνες δεν θα βρούμε ποτέ ιδεολογικοποίηση του πολέμου.
Ο πόλεμος αντιμετωπιζόταν από εκείνους, περίπου ως ένα φυσικό φαινόμενο (βλ. λ.χ. τον ορφικό και τον ομηρικό ύμνο στον Άρη). Είναι μια από τις μορφές, τις οποίες μπορεί να πάρει, ο αγώνας για επιβίωση, ή επικράτηση. Ενώ σε ό,τι αφορά στα ανθρώπινα σύνολα, ο πόλεμος αναλυόταν πάντα με όρους πολιτικής και ποτέ ιδεολογικούς. Αυτό σημαίνει, ότι οι αρχαίοι έλληνες δεν διεξήγαγαν ποτέ «εθνικούς», «θρησκευτικούς», «πολιτισμικούς» ή άλλου ιδεολογικού επικαλύμματος, πολέμους.
Ο πόλεμος ήταν για τους έλληνες της κλασικής εποχής ανεπιθύμητος, αλλά αναπόφευκτος και γι' αυτό αποδεκτός. Οι έλληνες δεν μάχονταν για άυλες «ιδέες», «ιδανικά» και άλλες ιδεολογικοποιημένες (αυτ)απάτες αλλά, για απολύτως καθορισμένες και χειροπιαστές σημασίες όπως η πόλη-πατρίδα. Η τελευταία, σε πλήρη αντίθεση με τον νεώτερο συσκοτισμό της (βλ. «έθνος-κράτος»), δεν ήταν μια ιδεολογική αφαίρεση: ήταν πρωταρχικά μια αυτοκυβερνώμενη ανθρώπινη κοινότητα (=άμεση δημοκρατία, παντελής απουσία πολιτικής ιεραρχίας, "αντιπροσώπευσης" και κυβέρνησης), η οποία αυτοπροσδιοριζόταν βιολογικά (κοινός γεννήτορας και πρόγονοι), χρονικά (κοινή ιστορική διαδρομή), φαντασιακά (κοινά έθιμα, θεσμοί, σημασίες κλπ.) και μόνο δευτερευόντως γεωγραφικά(1). Ήταν, κατά συνέπεια, κάτι απολύτως συγκεκριμένο, για το οποίο άξιζε να πεθάνει κάποιος, ακριβώς επειδή δεν άξιζε να ζει χωρίς αυτό.Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι οι αρχαίοι έλληνες, σαν ο πρώτος πολιτικά ελεύθερος λαός της Ιστορίας, είναι οι εφευρέτες της πατρίδας.
Η αυτοκυβερνώμενη πατρίδα-πόλη αποτελούσε για τους έλληνες την κατεξοχήν πολιτική έννοια και την πεμτουσία κάθε πολιτικής αναζήτησης και πράξης. Στον Επιτάφιο του Περικλέους (όπως τον αποδίδει ο Θουκυδίδης) κατονομάζονται οι χειροπιαστές αιτίες, για τις οποίες καλούνταν να πολεμήσουν οι αθηναίοι: η επιβεβαιωμένη στην πράξη ευνομία τους, οι απεριόριστες ευκαιρίες που είχε ο καθένας σε αυτή την πόλη για να αναπτύξει τις δυνατότητές του, οι θεσμοί τους ως προϊόν αυθεντικής (=αυτόνομης) συλλογικότητας, η πολιτικώς θεσμισμένη (=έμπρακτη) ταύτιση ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, η αναμφισβήτητη πληρότητα της ζωής τους. Πουθενά στο συναρπαστικό αυτό κείμενο δεν θα βρει κανείς τον μεταγενέστερο πατριδοκάπηλο μελοδραματισμό, ύποπτους συλλογιστικούς ακροβατισμούς (στους οποίους ανέκαθεν επεδίδετο η εθνικιστική προπαγάνδα, βλ. «έθνος-κράτος»), συγκινησιακά φορτισμένες κοινοτοπίες και λοιπά ιδεολογικοποιημένα ξεροκόκκαλα, από αυτά που πετούν συχνότατα οι έμποροι του πολέμου στις αποβλακωμένες ανθρωπομάζες/κρέας για τα κανόνια τους.
Ακόμα και η παραδοσιακή ομηρική έννοια της εξιδανικευμένης πολεμικής δόξας, απέκτησε στην κλασική εποχή υλικό σημείο αναφοράς: οι πεσόντες, π.χ. του Μαραθώνα, θεωρούνται πλέον δοξασμένοι ήρωες, όχι απλώς επειδή πολέμησαν γενναία αλλά, γιατί πολέμησαν για χειροπιαστά πράγματα, π.χ. για την πολιτική κοινότητά τους. Αλλά και από την Ιλιάδα(2) δεν λείπει το πρωτόλειο μιας υλιστικής και πολιτικής αντίληψης περί πολέμου. Ο Θερσίτης, ένας συνηθισμένος πολεμιστής, που θέλει να επιστρέψουν οι αχαιοί στην Ελλάδα αντί να συνεχίσουν τον πόλεμο, απευθύνεται με παρρησία στον Αγαμέμνονα λέγοντάς του ότι: «οι σκηνές σου είναι γεμάτες από χαλκό και γυναίκες, εκλεκτά λάφυρα που εμείς οι αχαιοί σου δίνουμε όποτε κατακτάμε μια πόλη. Είσαι άπληστος για το χρυσάφι που οι αλογάρηδες τρώες θα σου φέρουν ως λύτρα για τον γιό τους, που εγώ, ή κάποιος άλλος αχαιός θα αιχμαλωτίσει; Ή για κάποια γυναίκα που θα κοιμάσαι μαζί της και θα κρατάς μόνο για τον εαυτό σου;» Στη συνέχεια λέει ότι είναι ανάρμοστο να παρατείνεται ο πόλεμος μόνο και μόνο για να οικειοποιείται ένας βασιλιάς τη μερίδα του λέοντος από τα λάφυρα. Ο Θερσίτης, σαν συνειδητοποιημένος πολίτης, απαιτεί να έχει λόγο στα τής εκστρατείας, στην πορεία της, στη διανομή των ωφελημάτων της κλπ.
Το αντιπροσωπευτικότερο επιχείρημα, που μπορεί να επικαλεστεί κανείς σχετικά με το πώς οι έλληνες της κλασικής εποχής αντιλαμβάνονταν την κατεξοχήν πολιτική διάσταση της πατρίδας, βρίσκεται στον Ηρόδοτο(3): «Φαίνεται δε όχι μόνο από ένα παράδειγμα αλλά γενικώς πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η ισηγορία. Διότι όταν οι αθηναίοι διοικούντο τυραννικά δεν ήσαν καθόλου καλύτεροι στα πολεμικά από κανέναν από τους γείτονές τους, απαλλαγέντες όμως από τους τυράννους έγιναν οι καλύτεροι όλων. Τούτο φανερώνει, ότι όταν ήσαν υποταγμένοι συμπεριφέρονταν εκουσίως ως δειλοί, σκεπτόμενοι ότι εργάζονται για τον δεσπότη τους, όταν όμως ελευθερώθηκαν, ο καθένας έδειχνε προθυμία να εργαστεί σκεπτόμενος ότι εργάζεται για τον εαυτό του». Με άλλα λόγια ο άνθρωπος αποκτά πατρίδα μόνο όταν γίνεται πολίτης. Και τότε, αν χρειαστεί, πολεμάει για τον εαυτό του και άρα για την πατρίδα του (και όχι το αντίστροφο). Καμία σχέση με υπήκοους, που σύρονται στα πεδία των μαχών ωθούμενοι από το ιδεολογικό («εθνικό») κουτόχορτο που τούς έχει ταϊσει κάποιος πατριδοκάπηλος εξουσιαστής.
Επίσης στις δημηγορίες που παρεμβάλλει ο Θουκυδίδης, ο πόλεμος παρουσιάζεται ως ο κατεξοχήν «υλιστής» και γίνεται για αποικισμό (π.χ. κληρουχίες), ή για να εμποδιστεί η επέκταση του αντιπάλου, ή για να κερδίσει η οικεία πόλη ισχυρά στρατηγικά πλεονεκτήματα, ή για την υπεράσπιση της μονάκριβης πολιτικής αυτονομίας της κοινότητας. Στο γνωστό διάλογο αθηναίων και μηλίων (όπως τον αποδίδει ο Θουκυδίδης, Ε΄84-116) προβάλλεται ωμά το δίκαιο του ισχυρότερου και επισημαίνεται ορθότατα, ότι η δικαιοσύνη μπορεί να υπάρχει μόνο μεταξύ ισοδυνάμων, αλλιώς δεν είναι παρά μια ηθικολογία προς παρηγορίαν των αδυνάτων. Ο καθένας μπορεί να έχει τις ηθικές αντιρρήσεις του για τον επεκτατισμό των αθηναίων, των σπαρτιατών, των θηβαίων, ή των μακεδόνων αλλά, θα πρέπει, τουλάχιστον, να παραδεχτεί ότι οι έλληνες έβλεπαν τον πόλεμο όπως είναι, χωρίς να τον περιβάλλουν με κανένα υποκριτικό ιδεολογικό επίχρισμα. Και επίσης ότι πήγαιναν στον πόλεμο ως ελεύθεροι πολίτες, απολύτως συνειδητοποιημένοι ως προς το τί διεκδικούν, ή τί υπερασπίζονται κι όχι ως καλοκουρδισμένοι υπήκοοι, ή ως δούλοι που τους προστάζει κάποιος αφέντης.
Τζωρτζ Μπους τζούνιορ και Οσάμα Μπιν Λάντεν: οι προπαγανδιστές του σύγχρονου πολέμου ως «σύγκρουσης πολιτισμών», αν και αμφότεροι αποκτηνωμένοι. Και (σύμπτωση;) βαθιά θρησκευόμενοι ...
Β. Ο εθνικός πόλεμος ως κατασκεύασμα του εθνοκράτους της νεώτερης εποχής
Ένα νέο είδος πολέμου έχει εμφανιστεί τους τελευταίους δύο-τρεις αιώνες. Πρόκειται για τον εθνικό πόλεμο. Όπως ο θρησκευτικός πόλεμος προήλθε από το θρησκευτικό κράτος του μεσαίωνα, έτσι και ο εθνικός πόλεμος προήλθε από το εθνοκράτος της νεώτερης εποχής. Φυσικά δεν πρόκειται για πόλεμο μεταξύ εθνών αλλά, μεταξύ "κρατών" (δηλαδή τοπικώς κυρίαρχων ελίτ), που υποτίθεται, ότι με ένα μυστικιστικό τρόπο ενσαρκώνουν κάποιο έθνος.
Ωστόσο, τα «εθνικά» κράτη δεν προήλθαν από ... μια ξαφνική συνειδητοποίηση των ευρωπαϊκών εθνών ότι αποτελούν σύνολα με κοινή καταγωγή, γλώσσα, έθιμα κλπ. Τo έθνος δεν είχε ποτέ ανάγκη την ύπαρξη τού κράτους για να επιβεβαιώσει τη δική του. Τα «εθνικά» κράτη αποτελούν συνέπειες της ανάδυσης των καπιταλιστικών ελίτ, οι οποίες χρειάζονταν κατ' αρχήν εσωτερικές αγορές («πατρίδες») για να αναπτυχθούν και να εδραιωθούν. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο καπιταλισμός σήμερα δεν διστάζει να προωθήσει διευρυμένης μορφής υπερεθνικές αγορές, όπως οι διάφορες πολυκρατικές οικονομικές ενώσεις. Έτσι έχει αποδειχτεί περίτρανα ότι, οι περί πατρίδας επικλήσεις είναι κούφια λόγια: πατρίδα του καπιταλιστή είναι απλώς και μόνο η εκάστοτε έδρα της εταιρείας του.
Στην πραγματικότητα τα περισσότερα «εθνικά» κράτη είναι οριοθετημένοι γεωγραφικοί χώροι με αμφισβητήσιμη εθνική ομοιογένεια (βλ. Ελβετία, Βέλγιο, Ισπανία, Βρετανία και φυσικά τα περισσότερα κράτη των Βαλκανίων και της Β. και Ν. Αμερικής). Σε κάποιες από αυτές τις χώρες (όπως στην τριεθνή Ελβετία) άνθρωποι διαφορετικών εθνοτήτων έχουν πραγματικό όφελος ζώντας μαζί, χάρις σε μια εξανθρωπισμένη πολιτική συγκρότηση. Από την άλλη, πολλά «εθνικά» κράτη με σχετική εθνική ομοιογένεια, όπως το γαλλικό, ή το νεοελληνικό, έχουν δοκιμαστεί επανειλημμένα από τον εσωτερικό κοινωνικό πόλεμο. Κάτι που αποδεικνύει, ότι αν μια κοινωνία μπορεί να εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο στα μέλη της, αυτό δεν οφείλεται στο ποσοστό τής εθνικής της ομοιογένειας, όπως απλοϊκά υποστηρίζουν οι εθνικιστές. Η ποιότητα ζωής που παρέχει μια κοινωνία στα μέλη της, εξαρτάται πρωτίστως από την έκβαση των εσωτερικών κοινωνικών της συγκρούσεων (κάτι που οι αρχαίοι έλληνες γνώριζαν καλά).
Επίσης η πεποίθηση, ότι με ένα «εθνικό» πόλεμο, θα αυξηθεί ο «εθνικός» πλούτος και θα λυθούν τα εσωτερικά προβλήματα, είναι για τους αφελείς και τους ανιστόρητους. Γιατί ακόμα και η διανομή του «προϊόντος» ενός επιτυχημένου κατακτητικού «εθνικού» πολέμου καθορίζεται πάντα από την τροπή, που έχει εκείνη τη στιγμή ο εσωτερικός κοινωνικός πόλεμος. Και στα εθνοκράτη, όπως και στα θρησκευτικά μεσαιωνικά κράτη, αυτός που συνήθως καρπώνεται τα περισσότερα από τους κατακτητικούς πολέμους είναι η κυρίαρχη μειοψηφία, που στέλνει τον ιδιόκτητο λαουτζίκο της να σφαγιαστεί με έναν άλλο λαουτζίκο(8).
Αλλά αυτά δεν είχαν καμιά σημασία για τους προπαγανδιστές του εθνοκράτους. Το ζητούμενο ήταν να μαντρωθούν οι λαοί μέσα στα σύνορα, σαν ζώα σε κλουβιά και να αφαιμαχθούν προκειμένου να επιτευχθεί η λεγόμενη Π. Κ. Σ. (Πρωταρχική Κεφαλαιοκρατική Συσσώρευση). Η εθνική συνείδηση επιχειρήθηκε συχνότατα (ακόμα και σε σχετικά ομοιογενείς εθνολογικά χώρες όπως η Ελλάδα) να κατασκευαστεί με τρόπο πλασματικό (αναγκαστικές μετακινήσεις εθνικώς «μειονοτικών» πληθυσμών, ή αποθάρρυνση χρήσης διαφόρων τοπικών γλωσσών, ή κατασκευή εθνικών μύθων κ.λπ.).
Η χάλκευση μιας δήθεν «εθνικής» ψευδοταυτότητας για εσωτερική προπαγανδιστική χρήση και κατανάλωση θεωρήθηκε, ότι θα εξευμένιζε το φάντασμα των κοινωνικών συγκρούσεων (= στάσεων) και θα εξασφάλιζε την κοινωνική ειρήνη (=υποταγή). Η «εθνική» αυτή ψευδοταυτότητα επιβλήθηκε εις βάρος της αυθεντικής, την οποία επικάλυψε για άλλη μια φορά, όπως είχε κάνει αιώνες πριν και ο χριστιανισμός (βλ. τον ανθελληνισμό του «ελληνοχριστιανικού» ρωμαίικου κρατιδίου, ή τον γελοίο ισχυρισμό του ναζισμού, ότι οι γερμανοί αποτελούν τους φυσικούς κληρονόμους των αρχαίων ελλήνων και ειδικά των ... σπαρτιατών). Επίσης το εθνοκράτος παγίωσε στη συλλογική συνείδηση μια αποϊεροποιημένη και χυδαία εδαφική/συνοριακή αντίληψη της πατρίδας.
Το πόσο ολέθριο υπήρξε για τους πολέμους των ελλήνων το εθνοκράτος μπορεί να κατανοηθεί αν συγκριθούν οι πολεμικές συμπεριφορές των ελλήνων, προ και μετά της σύστασής του. Στην αρχαία ελληνική πόλη η στράτευση γινόταν περισσότερο αντιληπτή ως τιμή παρά ως υποχρέωση. Αυτό συνέβαινε, διότι ο στρατός ήταν στρατός πολιτών και όχι υπηκόων, ή σκλάβων. Οι οπλίτες/πολίτες, σε αντίθεση με σήμερα, είχαν μια πραγματική -και όχι ιδεολογική- πατρίδα να υπερασπίσουν: π.χ. ως άτομα είχαν ολοκληρωμένη πολιτική οντότητα και όχι τα σημερινά καχεκτικά «πολιτικά δικαιώματα».
Κατά τον ίδιο τρόπο οι αγωνιστές του 1821 αντιλαμβάνονταν την πατρίδα ως κάτι χειροπιαστό κι όχι ως μια αφηρημένη ιδέα. Γι' αυτό, η μισθοδοσία των παληκαριών τους και η δίκαιη διανομή των λαφύρων, απασχολούσαν τούς οπλαρχηγούς το ίδιο με τον σχεδιασμό των συγκρούσεων. Αυτό δεν οφειλόταν στον ελλιπή, λόγω ανυπαρξίας τακτικού στρατού, εφοδιασμό (ο τακτικός στρατός ήταν άλλωστε κάτι που τους προξενούσε αποστροφή). Απλώς δεν δέχονταν να πολεμήσουν για την «πατρίδα» των κοτσαμπασήδων και των φαναριωτών, που ήσαν αραγμένοι στα μετόπισθεν (αναλόγως έπρατταν και τα πληρώματα των πλοίων). Επίσης, από ένα σημείο και μετά, απαιτούσαν και συμμετοχή στην πολιτική εξουσία. Όποιος διαβάσει, έστω και επί τροχάδην, τα απομνημονεύματα των διαφόρων οπλαρχηγών του 1821 θα διαπιστώσει την πλήρη ομοφωνία τους στο να μην πολεμούν, κατά το κοινώς λεγόμενο, «για την ψυχή της μάνας τους» αλλά, για «πεζά» υλικά πράγματα, τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους πολεμιστές τους: χρήματα, λάφυρα, αγροτικές εκτάσεις, πολιτική συμμετοχή. Κάτι, που (κακώς) θα απογοητεύσει τους γαλουχημένους με τις προπαγανδιστικές αγιογραφίες που προωθεί το νεοελληνικό εθνοκράτος.
Χιλιετίες πρωτύτερα, ο -ολιγαρχικός- Πλάτων (Πολιτεία VIII, 551 d-e) είχε παραδεχθεί, ότι οι ολιγαρχικοί δεν είναι ικανοί να κάνουν πόλεμο «γιατί είναι αναγκασμένοι, ή να οπλίσουν το πλήθος, οπότε θα το φοβούνται περισσότερο από τους εχθρούς, ή να μην το χρησιμοποιήσουν καθόλου». Το οπλισμένο πλήθος του 1821, σε πλήρη αντίθεση με τους νεοέλληνες απογόνους του, γνώριζε ενστικτωδώς αυτή την αλήθεια και πολεμούσε για τους δικούς του λόγους, οι οποίοι συνήθως δεν είχαν καμία σχέση με τα πολιτικά «μαγειρέματα» των ελληνικών εξουσιαστικών ομάδων της εποχής.
Η ρίζα αυτής τής εντελώς αντιιδεολογικής αντίληψης περί πατρίδας, πολέμου και στρατού είναι κοινή τόσο στους αρχαίους, όσο και στους νεώτερους. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ανθρώπους που γνωρίζουν γιατί πολεμούν και δεν έχουν πέσει θύματα ιδεολογικοποιημένης εξαπάτησης. Παρά την έλλειψη μόρφωσης των Κλεφτών, ο πόλεμός τους είχε πάντα ως κυρίαρχη μια ενστικτώδη υγιή πολιτική διάσταση, αντί για μια περιορισμένη και νεφελώδη «εθνική» και εδαφική. Γαλουχημένοι με κείμενα όπως η συναρπαστική Ελληνική Νομαρχία τού Ανωνύμου του Έλληνος, οι εξεγερμένοι του 1821 ένιωθαν ότι «Πατρίς είναι μια λέξις, διά της οποίας όλοι κοινώς εννοούσι την γην, εις ήν εγεννήθησαν, οι μόνον ελεύθεροι όμως δύνανται να καταλάβωσι τήν μεγάλην αυτής σημασίαν, και δια τούτο οι δούλοι αδιαφόρως προφέρουσι τοιούτον όνομα [ ...;] Τα ονόματα αγαπητοί μου, λαμβάνουν την σημασίαν από την ιδιότητα των πραγμάτων, εις τα οποία αναφέρονται. Όθεν, αν τινάς δεν γνωρίζει το πράγμα εις ουδέν του χρησιμεύει η ονομασία του. Και καθώς ο εκ γενετής αόμματος, προφέροντας τα ονόματα των χρωμάτων ουδέν εννοεί, επειδή δεν είδε ποτέ τα χρώματα, ούτως και οι νυν Έλληνες με το «Πατρίς» άλλο δεν εννοούσι ειμή τήν γην εις την οποίαν εγεννήθησαν, επειδή τούς λείπει η ελευθερία [ ...;] Ω! πόσον διαφέρομεν από τους προγόνους μας οι ταλαίπωροι! [ ...;] Η λέξις «Πατρίς» ερέθιζε εις την ενθύμησιν τών προγόνων μας όλας τας ιδέας τών καλών της ελευθερίας και όλην την ευδαιμονίαν της ζωής των.»
Πολεμικό συμβούλιο (πίνακας του Θ. Βρυζάκη 1819-1878). Στις κλέφτικες ομάδες (που πολλές φορές συγκέντρωναν εκατοντάδες παληκάρια) ξαναέζησε το πνεύμα των περίφημων συμβουλίων των πολεμιστών της Ιλιάδας, αλλά και των λαϊκών συνελεύσεων (εκκλησιών του Δήμου) της κλασικής εποχής. Έτσι, ο πόλεμος διεξάγεται ελληνικότατα, από μια στοιχειωδώς πολιτική κοινότητα και όχι από έναν στρατό σκλάβων
(1) Ο γεωγραφικός προσδιορισμός της πατρίδας φαίνεται ότι ιεραρχείτο ως δευτερεύων αφού αρκετές φορές υποχωρούσε υπό το βάρος άλλων, κοινωνικών πολιτικών κ.ά. παραγόντων: οι αναρίθμητες αποικίες των ελλήνων ιδρύθηκαν σε περιοχές, όπου αυτοί δεν μπορούσαν να επικαλεστούν κανένα γεωγραφικό παρελθόν και οι νέες ελληνικές πόλεις εγκαθιδρύθηκαν βασισμένες αποκλειστικά στους άλλους παράγοντες. Επίσης ο Θεμιστοκλής θεωρούσε δευτερεύοντα τον γεωγραφικό προσδιορισμό της Αθήνας, όταν απείλησε πως αν οι υπόλοιποι έλληνες δεν επιθυμούσαν να δώσουν ναυμαχία στη Σαλαμίνα, οι αθηναίοι θα πήγαιναν να ξαναϊδρύσουν την πόλη τους στην Ιταλία. Βλ. επίσης την ρήση στον Θουκυδίδη «άνδρες γαρ πόλις» ( Ζ΄ 77, «η πόλη είναι οι άνδρες της», δηλ. οι πολίτες της, που φέρουν παντού και πάντα την πολιτική τους διαπαιδαγώγηση και με αυτόν τον τρόπο δίνουν ύπαρξη στη πόλη). Αλλά και γενικότερα οι έλληνες δεν προσδιόριζαν την πόλη-πατρίδα με γεωγραφικούς όρους, αφού έλεγαν π.χ. «οι αθηναίοι», ή «οι κορίνθιοι» και ποτέ «η Αθήνα», ή «η Κόρινθος».
(2) Β΄ 212 κ.ε..
(3) Ε΄ 78.
(4) Αριστοτέλους, Πολιτικά,V,1301 a25-1301 b 18. Αλλά και Αινεία Τακτικού, Πολιορκητικά XIV, 1.
(5) Πανηγυρικός 166-168, Περί Ειρήνης 44, 46-48, Φίλιππος 120-121.
(6) Για μια λεπτομερή παρουσίαση των χριστιανών πολεμικών αγίων βλ. Κάρλχάιντς Ντέσνερ «Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού», εκδόσεις Κάκτος.
(7) Βλ. Αθηνάς Κόλλια-Δερμιτζάκη, «Ο βυζαντινός "ιερός πόλεμος"», Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1991.
(8) Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης το έχει διατυπώσει γλαφυρά στην πασίγνωστη Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου : «Και στον πόλεμο "όλα γι' όλα" / κουβαλούσα πολυβόλα / να σκοτώνονται οι λαοί / για τ' αφέντη το φαϊ.»
(9) Οι Κλέφτες, που έκαναν πραγματικό αντάρτικο, και όχι αντάρτικο «γιαλαντζί», ήσαν ιδιαίτερα προσεκτικοί στο να μην υποστεί ο άμαχος πληθυσμός τουρκικά αντίποινα για τη δράση τους. Βλ. επίσης Α. Στίνα «Ε.Α.Μ. -Ε.Λ.Α.Σ.- Ο.Π.Λ.Α.: η ειδική αποστολή της "εθνικής αντίστασης" στον Β' παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και η συμβολή της στη βιβλική καταστροφή, που εν ψυχρώ προετοιμάζουν οι δήμιοι που κυβερνούν τους λαούς», εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη.
(10) Στην πράξη αυτό μόνο με έναν τρόπο μεταφράζεται: μετατροπή του ιδεολογικοποιημένου «εθνικού» πολέμου σε υλιστικό κοινωνικό, δηλ., κατά την απατηλή ορολογία του εθνοκράτους, σε «εμφύλιο», ή «ανταρσία» (ή στα αρχαία ελληνικά στάση). Δηλ. ταυτόχρονος πόλεμος όσων θέλουν να λέγονται πολίτες, εναντίον, τόσο των «εξωτερικών» όσο και (κυρίως) των εσωτερικών εχθρών-εξουσιαστών της κοινωνίας. Μια σύρραξη με έναν «εξωτερικό» εχθρό, είναι πάντα μια καλή ευκαιρία για τους κοινωνικώς κυριαρχούμενους να διευθετήσουν γρήγορα και εύκολα όλη η ανώμαλη κοινωνική κατάσταση, στην οποία ζούν αλαζονικά επαναπαυμένα τα κοινωνικώς κυρίαρχα παράσιτα. Έτσι οι νικητές του κοινωνικού πολέμου θα έχουν αποκτήσει μια πραγματική (και όχι ιδεολογική) πατρίδα για να υπερασπίσουν. Η θέση περί μετατροπής των «εθνικών» πολέμων σε κοινωνικούς αποτελεί μια μεγάλη συνεισφορά της κλασικής πολιτικής σκέψης, που εγκαινίασαν οι ελληνικές δημοκρατίες και η οποία έφτασε σε εμάς διαμέσου της Γαλλικής Επανάστασης και του επαναστατικού σοσιαλισμού του 19ου αιώνα.
Θ. Λ.
Το διαβάσαμε στον ΥΠΝΟΒΑΤΗ
Eπίσης, αξίζει να διαβάσετε από τον ίδιο αρθρογράφο: 28η Οκτωβρίου 1940, μια "εθνική" επέτειος ντροπής και βέβαια το "Εθνική αντίσταση", η πιο πρόσφατη ιερή αγελάδα του νεοελληνικού εθνοκράτους: η αποδόμηση του εν λόγω εθνικού μύθου από διεθνιστική επαναστατική πλευρά )
Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η απάτη των «εθνικών» και των «θρησκευτικών» πολέμων
Η ιδεολογικοποίηση του πολέμου γίνεται πάντοτε εκ των άνω, από μια κοινωνικώς κυρίαρχη μειοψηφία. Η ιδεολογικοποίηση του πολέμου αποσκοπεί στον καθαγιασμό του, στην πνευματικοποίησή του και στην απόκρυψη των αιτίων του. Έτσι θα γίνει ελκυστικός στη χειραγωγούμενη ανθρωπομάζα, η οποία θα πάει με προθυμία να σφαχτεί για ξένα προς αυτήν συμφέροντα, πιστεύοντας, ότι αγωνίζεται για δήθεν «υψηλά» ιδεώδη.
"Ο μόνος πόλεμος": αφίσα από τη δεκαετία του '80
Η πολιτική αντίληψη περί πολέμου στους αρχαίους έλληνες
Αντίθετα, στους αρχαίους έλληνες δεν θα βρούμε ποτέ ιδεολογικοποίηση του πολέμου.
Ο πόλεμος αντιμετωπιζόταν από εκείνους, περίπου ως ένα φυσικό φαινόμενο (βλ. λ.χ. τον ορφικό και τον ομηρικό ύμνο στον Άρη). Είναι μια από τις μορφές, τις οποίες μπορεί να πάρει, ο αγώνας για επιβίωση, ή επικράτηση. Ενώ σε ό,τι αφορά στα ανθρώπινα σύνολα, ο πόλεμος αναλυόταν πάντα με όρους πολιτικής και ποτέ ιδεολογικούς. Αυτό σημαίνει, ότι οι αρχαίοι έλληνες δεν διεξήγαγαν ποτέ «εθνικούς», «θρησκευτικούς», «πολιτισμικούς» ή άλλου ιδεολογικού επικαλύμματος, πολέμους.
Ο πόλεμος ήταν για τους έλληνες της κλασικής εποχής ανεπιθύμητος, αλλά αναπόφευκτος και γι' αυτό αποδεκτός. Οι έλληνες δεν μάχονταν για άυλες «ιδέες», «ιδανικά» και άλλες ιδεολογικοποιημένες (αυτ)απάτες αλλά, για απολύτως καθορισμένες και χειροπιαστές σημασίες όπως η πόλη-πατρίδα. Η τελευταία, σε πλήρη αντίθεση με τον νεώτερο συσκοτισμό της (βλ. «έθνος-κράτος»), δεν ήταν μια ιδεολογική αφαίρεση: ήταν πρωταρχικά μια αυτοκυβερνώμενη ανθρώπινη κοινότητα (=άμεση δημοκρατία, παντελής απουσία πολιτικής ιεραρχίας, "αντιπροσώπευσης" και κυβέρνησης), η οποία αυτοπροσδιοριζόταν βιολογικά (κοινός γεννήτορας και πρόγονοι), χρονικά (κοινή ιστορική διαδρομή), φαντασιακά (κοινά έθιμα, θεσμοί, σημασίες κλπ.) και μόνο δευτερευόντως γεωγραφικά(1). Ήταν, κατά συνέπεια, κάτι απολύτως συγκεκριμένο, για το οποίο άξιζε να πεθάνει κάποιος, ακριβώς επειδή δεν άξιζε να ζει χωρίς αυτό.Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι οι αρχαίοι έλληνες, σαν ο πρώτος πολιτικά ελεύθερος λαός της Ιστορίας, είναι οι εφευρέτες της πατρίδας.
Η αυτοκυβερνώμενη πατρίδα-πόλη αποτελούσε για τους έλληνες την κατεξοχήν πολιτική έννοια και την πεμτουσία κάθε πολιτικής αναζήτησης και πράξης. Στον Επιτάφιο του Περικλέους (όπως τον αποδίδει ο Θουκυδίδης) κατονομάζονται οι χειροπιαστές αιτίες, για τις οποίες καλούνταν να πολεμήσουν οι αθηναίοι: η επιβεβαιωμένη στην πράξη ευνομία τους, οι απεριόριστες ευκαιρίες που είχε ο καθένας σε αυτή την πόλη για να αναπτύξει τις δυνατότητές του, οι θεσμοί τους ως προϊόν αυθεντικής (=αυτόνομης) συλλογικότητας, η πολιτικώς θεσμισμένη (=έμπρακτη) ταύτιση ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, η αναμφισβήτητη πληρότητα της ζωής τους. Πουθενά στο συναρπαστικό αυτό κείμενο δεν θα βρει κανείς τον μεταγενέστερο πατριδοκάπηλο μελοδραματισμό, ύποπτους συλλογιστικούς ακροβατισμούς (στους οποίους ανέκαθεν επεδίδετο η εθνικιστική προπαγάνδα, βλ. «έθνος-κράτος»), συγκινησιακά φορτισμένες κοινοτοπίες και λοιπά ιδεολογικοποιημένα ξεροκόκκαλα, από αυτά που πετούν συχνότατα οι έμποροι του πολέμου στις αποβλακωμένες ανθρωπομάζες/κρέας για τα κανόνια τους.
Ακόμα και η παραδοσιακή ομηρική έννοια της εξιδανικευμένης πολεμικής δόξας, απέκτησε στην κλασική εποχή υλικό σημείο αναφοράς: οι πεσόντες, π.χ. του Μαραθώνα, θεωρούνται πλέον δοξασμένοι ήρωες, όχι απλώς επειδή πολέμησαν γενναία αλλά, γιατί πολέμησαν για χειροπιαστά πράγματα, π.χ. για την πολιτική κοινότητά τους. Αλλά και από την Ιλιάδα(2) δεν λείπει το πρωτόλειο μιας υλιστικής και πολιτικής αντίληψης περί πολέμου. Ο Θερσίτης, ένας συνηθισμένος πολεμιστής, που θέλει να επιστρέψουν οι αχαιοί στην Ελλάδα αντί να συνεχίσουν τον πόλεμο, απευθύνεται με παρρησία στον Αγαμέμνονα λέγοντάς του ότι: «οι σκηνές σου είναι γεμάτες από χαλκό και γυναίκες, εκλεκτά λάφυρα που εμείς οι αχαιοί σου δίνουμε όποτε κατακτάμε μια πόλη. Είσαι άπληστος για το χρυσάφι που οι αλογάρηδες τρώες θα σου φέρουν ως λύτρα για τον γιό τους, που εγώ, ή κάποιος άλλος αχαιός θα αιχμαλωτίσει; Ή για κάποια γυναίκα που θα κοιμάσαι μαζί της και θα κρατάς μόνο για τον εαυτό σου;» Στη συνέχεια λέει ότι είναι ανάρμοστο να παρατείνεται ο πόλεμος μόνο και μόνο για να οικειοποιείται ένας βασιλιάς τη μερίδα του λέοντος από τα λάφυρα. Ο Θερσίτης, σαν συνειδητοποιημένος πολίτης, απαιτεί να έχει λόγο στα τής εκστρατείας, στην πορεία της, στη διανομή των ωφελημάτων της κλπ.
Το αντιπροσωπευτικότερο επιχείρημα, που μπορεί να επικαλεστεί κανείς σχετικά με το πώς οι έλληνες της κλασικής εποχής αντιλαμβάνονταν την κατεξοχήν πολιτική διάσταση της πατρίδας, βρίσκεται στον Ηρόδοτο(3): «Φαίνεται δε όχι μόνο από ένα παράδειγμα αλλά γενικώς πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η ισηγορία. Διότι όταν οι αθηναίοι διοικούντο τυραννικά δεν ήσαν καθόλου καλύτεροι στα πολεμικά από κανέναν από τους γείτονές τους, απαλλαγέντες όμως από τους τυράννους έγιναν οι καλύτεροι όλων. Τούτο φανερώνει, ότι όταν ήσαν υποταγμένοι συμπεριφέρονταν εκουσίως ως δειλοί, σκεπτόμενοι ότι εργάζονται για τον δεσπότη τους, όταν όμως ελευθερώθηκαν, ο καθένας έδειχνε προθυμία να εργαστεί σκεπτόμενος ότι εργάζεται για τον εαυτό του». Με άλλα λόγια ο άνθρωπος αποκτά πατρίδα μόνο όταν γίνεται πολίτης. Και τότε, αν χρειαστεί, πολεμάει για τον εαυτό του και άρα για την πατρίδα του (και όχι το αντίστροφο). Καμία σχέση με υπήκοους, που σύρονται στα πεδία των μαχών ωθούμενοι από το ιδεολογικό («εθνικό») κουτόχορτο που τούς έχει ταϊσει κάποιος πατριδοκάπηλος εξουσιαστής.
Επίσης στις δημηγορίες που παρεμβάλλει ο Θουκυδίδης, ο πόλεμος παρουσιάζεται ως ο κατεξοχήν «υλιστής» και γίνεται για αποικισμό (π.χ. κληρουχίες), ή για να εμποδιστεί η επέκταση του αντιπάλου, ή για να κερδίσει η οικεία πόλη ισχυρά στρατηγικά πλεονεκτήματα, ή για την υπεράσπιση της μονάκριβης πολιτικής αυτονομίας της κοινότητας. Στο γνωστό διάλογο αθηναίων και μηλίων (όπως τον αποδίδει ο Θουκυδίδης, Ε΄84-116) προβάλλεται ωμά το δίκαιο του ισχυρότερου και επισημαίνεται ορθότατα, ότι η δικαιοσύνη μπορεί να υπάρχει μόνο μεταξύ ισοδυνάμων, αλλιώς δεν είναι παρά μια ηθικολογία προς παρηγορίαν των αδυνάτων. Ο καθένας μπορεί να έχει τις ηθικές αντιρρήσεις του για τον επεκτατισμό των αθηναίων, των σπαρτιατών, των θηβαίων, ή των μακεδόνων αλλά, θα πρέπει, τουλάχιστον, να παραδεχτεί ότι οι έλληνες έβλεπαν τον πόλεμο όπως είναι, χωρίς να τον περιβάλλουν με κανένα υποκριτικό ιδεολογικό επίχρισμα. Και επίσης ότι πήγαιναν στον πόλεμο ως ελεύθεροι πολίτες, απολύτως συνειδητοποιημένοι ως προς το τί διεκδικούν, ή τί υπερασπίζονται κι όχι ως καλοκουρδισμένοι υπήκοοι, ή ως δούλοι που τους προστάζει κάποιος αφέντης.
Η τελευταία αυτή ειδοποιός διαφορά μεταξύ πολιτών και υπηκόων, ή δούλων, καταδεικνύεται με παραστατικό τρόπο στον διάλογο Ξέρξη και Δημάρατου. Ο πέρσης εκπλήσσεται που οι έλληνες, χωρίς να τους διατάζει κανένας αφέντης, πάνε να «αυτοκτονήσουν» με τόση προθυμία πέφτοντας επάνω στις ορδές του. Τότε ο εξόριστος σπαρτιάτης, πρώην βασιλιάς, τού εξηγεί ότι οι έλληνες έχουν έναν «αφέντη» που τον «τρέμουν» πολύ περισσότερο απ' ό,τι φοβούνται τον Μέγα Βασιλέα οι αμέτρητοι σκλάβοι του: τον «αφέντη» αυτόν τον λένε Νόμο και υποτάσσονται σε αυτόν οικειοθελώς, αφού τόν έχουν αναγνωρίσει οι ίδιοι και δεν τους έχει επιβληθεί από κανέναν.
Οι έλληνες αντιλήφθηκαν, λοιπόν, την σύγκρουση με τους βαρβάρους, όπως και κάθε άλλη πολεμική σύγκρουση, ως κατεξοχήν πολιτική. Δεν αντιλήφθηκαν τον πόλεμο εκείνο ως «εθνικό» (η σημερινή έκφραση «εθνικός πόλεμος» θα τους ήταν μάλλον ακατανόητη) αλλά, πέρα για πέρα υλιστικά και πολιτικά, εν προκειμένω ως αναμέτρηση μεταξύ αυτοκαθοριζόμενων (συλλογικά και προσωπικά) ανθρώπων και ενός στρατού σκλάβων. Η έννοια του «εθνικού» και, συνακόλουθα, του «εμφυλίου» πολέμου, είναι παντελώς άγνωστη τόσο στον Ηρόδοτο, όσο και στον Θουκυδίδη, αφού κανείς τους δεν αντιμετώπιζε ιδεολογικά, ή συγκινησιακά τον πόλεμο.
Ακόμα και μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο, όπου παρατηρείται μια όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων εντός των εξασθενημένων πόλεων, και όπου η κοινωνική συνοχή τίθεται συχνά υπό αίρεση, οι έλληνες παραμένουν υποψιασμένοι πολίτες και δεν συγκινούνται από καμιά υποκριτική επίκληση για κοινωνική ειρήνη στο όνομα δήθεν της πατρίδας-πόλης. Εξάλλου τέτοιου είδους επικλήσεις είναι ανύπαρκτες στην ελληνική αρχαιότητα: η όποια επίκληση της πατρίδας γινόταν πάντα συνοδεία επιχειρημάτων, όπως π.χ. στον Επιτάφιο του Περικλή. Σε κάθε άλλη περίπτωση (π.χ. τυραννίας, κοινωνικής ανισότητας κλπ.) η στάσις (και ό,τι αυτή συνεπαγόταν, π.χ, τον φόνο «συμπολιτών»-αρπακτικών δηλαδή, ομοεθνών) θεωρείται όχι μόνο δικαιολογημένη αλλά και αυτονόητη (σε πλήρη αντίθεση με τη σημερινή εποχή όπου θεωρείται σεμνότυφα «εθνική προδοσία» -σημειωτέον ότι για «εθνική προδοσία» δεν είχαν κατηγορηθεί ούτε οι μηδίσαντες έλληνες). Tα αρχαία πολιτικά συγγράμματα πραγματεύτηκαν το φαινόμενο της στάσεως, χωρίς υποκρισία, ως προϊόν της κοινωνικής ανισότητας(4).
Ακόμα και προς τα τέλη της κλασικής εποχής με την επικράτηση των μακεδόνων επί των υπολοίπων ελλήνων και με την αποδυνάμωση της πόλης ως πολιτικής κοινότητας, οι Έλληνες δεν ιδεολογικοποίησαν τον πόλεμο αλλά, συνέχισαν να τον αντιλαμβάνονται με τρόπο υλιστικό. Ο ρήτορας Ισοκράτης, αν και υπέρμαχος της ενότητας των ελλήνων και της επεκτατικής εξόρμησής τους προς την Ασία, δεν «εθνικοποιεί» πουθενά τον πόλεμο(5). Έβλεπε τον πόλεμο με την Περσία σαν μια ευκαιρία για αποικισμό, εξεύρεση πόρων και κυρίως για να ειρηνεύσει εσωτερικά η Ελλάδα. Ο Ισοκράτης θεωρούσε καταλληλότερους να ηγηθούν μιας τέτοιας πολεμικής επιχείρησης, για λογαριασμό όλων των ελλήνων, τους μακεδόνες. Πρόκειται για μια ομολογημένη αντίληψη του πολέμου ως μέσου εξαγωγής εσωτερικών προβλημάτων. Τα περί «εκπολιτισμού» των βαρβάρων αποτελούν μια πολύ μεταγενέστερη ιδεολογικοποίηση του πολέμου εκείνου προς χρήσιν των εξουσιαστών νεώτερων εποχών.
Οι αρχαίοι έλληνες διέθεταν ανέκαθεν πλήρη επίγνωση, ότι αποτελούν έθνος με κοινή καταγωγή, γλώσσα, πολιτισμό κ.λπ.. Ωστόσο, αυτό δεν τους έλεγε και πολλά πράγματα από πολιτικής πλευράς. Γνώριζαν, ότι η κοινωνική συνοχή απαιτεί πολύ περισσότερα πράγματα από απλοϊκές ιδεολογικές καταφυγές σε κάποιο «κοινό αίμα» κι ότι εξασφαλίζεται μόνο εάν η έμφαση δοθεί στο πολιτικό μέρος του προβλήματος. Ο ελληνικός πολιτικός στοχασμός αναδύθηκε από αυτό ακριβώς το «κοινό αίμα», που έχυναν αλύπητα οι έλληνες στις μεταξύ τους «αντεθνικές» συγκρούσεις και, κυρίως, στον συχνό κοινωνικό πόλεμο εντός των πόλεων. Η κοινή εθνική καταγωγή μπορεί να βοηθήσει στην κοινωνική συνοχή αλλά, δεν μπορεί ούτε να τη δημιουργήσει, ούτε να την διατηρήσει. Γνώριζαν, ότι η επίκληση της κοινής καταγωγής δεν επαρκεί για να αποτρέπει τις κοινωνικές συγκρούσεις κι ότι ήταν επισφαλής βάση, ώστε να θεμελιώσουν επάνω της την πολιτική τους αναζήτηση και πρακτική. Αυτό το έκανε πολύ αργότερα ο νεώτερος εξουσιασμός επινοώντας το φαιδρό υβρίδιο του «έθνους-κράτους».
Η παράνοια των «θρησκευτικών» και των «εθνικών» πολέμων
Α. Ο θρησκευτικός πόλεμος ως κατασκεύασμα του μεσαιωνικού θρησκευτικού κράτους
Η ιδεολογικοποίηση του πολέμου ήταν κάτι αναγκαίο στα κράτη της ύστερης αρχαιότητας και του μεσαίωνα και καθιερώθηκε στα πλαίσια της ισχυροποίησης της αυτοκρατορικής κρατικής εξουσίας. Στις αρχαίες ελληνικές πόλεις οι αιτίες του εκάστοτε πολέμου ήσαν κατανοητές και προφανείς ακόμα και στον πιο ανενημέρωτο πολίτη. Έτσι, ήταν αδύνατο για κάποια κυρίαρχη κάστα να κατορθώσει να προσεταιριστεί σε ένα πόλεμο για τα συμφέροντά της, πολίτες, που έκριναν, ότι ο πόλεμος αυτός δεν τους αφορούσε.
Με την είσοδο στον μεσαίωνα και τον μετασχηματισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο πρώτο, ουσιαστικά, θρησκευτικό κράτος της ιστορίας (δηλ. στο πρώτο κράτος που αυτοπροσδιορίζεται κατ' εξοχήν και κυρίως με θρησκευτικούς όρους), το προσδιδόμενο στον πόλεμο εννοιολογικό περιεχόμενο αλλάζει. Ο πόλεμος χάνει την προηγούμενη «αγνότητά» του, καθαγιάζεται και διεξάγεται πλέον υπό το πρόσχημα της διάδοσης του «θεϊκού» λόγου στους «ασεβείς», ή τους «απίστους».
Ο χριστιανισμός κουβαλάει εγγενώς την έννοια του «ιερού πολέμου», αφού, κατά τους ισχυρισμούς του, είναι η μόνη θρησκεία που γνωρίζει ποιός είναι ο μοναδικός αληθινός θεός. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η «σωτηρία» των αλλόδοξων με κάθε μέσο (ειρηνικό, ή -συνηθέστερα- βίαιο), είναι καθήκον κάθε χριστιανού. Εννοείται, ότι η «σωτηρία» των αλλόδοξων περιλαμβάνει συνήθως την λεηλασία του πλούτου τους, τον εξανδραποδισμό τους (χαρακτηριστικά που λίγο- πολύ συναντώνται σε όλους τους πολέμους) αλλά και την βιαιότατη αλλοίωση και απαξίωση της εθνικής τους συνείδησης, παράδοσης, ή άλλης συλλογικής ταυτότητας (αυτό το τελευταίο απετέλεσε καινοτόμο χαρακτηριστικό του χριστιανικού θρησκευτικού πολέμου).
Οι έλληνες αντιλήφθηκαν, λοιπόν, την σύγκρουση με τους βαρβάρους, όπως και κάθε άλλη πολεμική σύγκρουση, ως κατεξοχήν πολιτική. Δεν αντιλήφθηκαν τον πόλεμο εκείνο ως «εθνικό» (η σημερινή έκφραση «εθνικός πόλεμος» θα τους ήταν μάλλον ακατανόητη) αλλά, πέρα για πέρα υλιστικά και πολιτικά, εν προκειμένω ως αναμέτρηση μεταξύ αυτοκαθοριζόμενων (συλλογικά και προσωπικά) ανθρώπων και ενός στρατού σκλάβων. Η έννοια του «εθνικού» και, συνακόλουθα, του «εμφυλίου» πολέμου, είναι παντελώς άγνωστη τόσο στον Ηρόδοτο, όσο και στον Θουκυδίδη, αφού κανείς τους δεν αντιμετώπιζε ιδεολογικά, ή συγκινησιακά τον πόλεμο.
Ακόμα και μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο, όπου παρατηρείται μια όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων εντός των εξασθενημένων πόλεων, και όπου η κοινωνική συνοχή τίθεται συχνά υπό αίρεση, οι έλληνες παραμένουν υποψιασμένοι πολίτες και δεν συγκινούνται από καμιά υποκριτική επίκληση για κοινωνική ειρήνη στο όνομα δήθεν της πατρίδας-πόλης. Εξάλλου τέτοιου είδους επικλήσεις είναι ανύπαρκτες στην ελληνική αρχαιότητα: η όποια επίκληση της πατρίδας γινόταν πάντα συνοδεία επιχειρημάτων, όπως π.χ. στον Επιτάφιο του Περικλή. Σε κάθε άλλη περίπτωση (π.χ. τυραννίας, κοινωνικής ανισότητας κλπ.) η στάσις (και ό,τι αυτή συνεπαγόταν, π.χ, τον φόνο «συμπολιτών»-αρπακτικών δηλαδή, ομοεθνών) θεωρείται όχι μόνο δικαιολογημένη αλλά και αυτονόητη (σε πλήρη αντίθεση με τη σημερινή εποχή όπου θεωρείται σεμνότυφα «εθνική προδοσία» -σημειωτέον ότι για «εθνική προδοσία» δεν είχαν κατηγορηθεί ούτε οι μηδίσαντες έλληνες). Tα αρχαία πολιτικά συγγράμματα πραγματεύτηκαν το φαινόμενο της στάσεως, χωρίς υποκρισία, ως προϊόν της κοινωνικής ανισότητας(4).
Ακόμα και προς τα τέλη της κλασικής εποχής με την επικράτηση των μακεδόνων επί των υπολοίπων ελλήνων και με την αποδυνάμωση της πόλης ως πολιτικής κοινότητας, οι Έλληνες δεν ιδεολογικοποίησαν τον πόλεμο αλλά, συνέχισαν να τον αντιλαμβάνονται με τρόπο υλιστικό. Ο ρήτορας Ισοκράτης, αν και υπέρμαχος της ενότητας των ελλήνων και της επεκτατικής εξόρμησής τους προς την Ασία, δεν «εθνικοποιεί» πουθενά τον πόλεμο(5). Έβλεπε τον πόλεμο με την Περσία σαν μια ευκαιρία για αποικισμό, εξεύρεση πόρων και κυρίως για να ειρηνεύσει εσωτερικά η Ελλάδα. Ο Ισοκράτης θεωρούσε καταλληλότερους να ηγηθούν μιας τέτοιας πολεμικής επιχείρησης, για λογαριασμό όλων των ελλήνων, τους μακεδόνες. Πρόκειται για μια ομολογημένη αντίληψη του πολέμου ως μέσου εξαγωγής εσωτερικών προβλημάτων. Τα περί «εκπολιτισμού» των βαρβάρων αποτελούν μια πολύ μεταγενέστερη ιδεολογικοποίηση του πολέμου εκείνου προς χρήσιν των εξουσιαστών νεώτερων εποχών.
Οι αρχαίοι έλληνες διέθεταν ανέκαθεν πλήρη επίγνωση, ότι αποτελούν έθνος με κοινή καταγωγή, γλώσσα, πολιτισμό κ.λπ.. Ωστόσο, αυτό δεν τους έλεγε και πολλά πράγματα από πολιτικής πλευράς. Γνώριζαν, ότι η κοινωνική συνοχή απαιτεί πολύ περισσότερα πράγματα από απλοϊκές ιδεολογικές καταφυγές σε κάποιο «κοινό αίμα» κι ότι εξασφαλίζεται μόνο εάν η έμφαση δοθεί στο πολιτικό μέρος του προβλήματος. Ο ελληνικός πολιτικός στοχασμός αναδύθηκε από αυτό ακριβώς το «κοινό αίμα», που έχυναν αλύπητα οι έλληνες στις μεταξύ τους «αντεθνικές» συγκρούσεις και, κυρίως, στον συχνό κοινωνικό πόλεμο εντός των πόλεων. Η κοινή εθνική καταγωγή μπορεί να βοηθήσει στην κοινωνική συνοχή αλλά, δεν μπορεί ούτε να τη δημιουργήσει, ούτε να την διατηρήσει. Γνώριζαν, ότι η επίκληση της κοινής καταγωγής δεν επαρκεί για να αποτρέπει τις κοινωνικές συγκρούσεις κι ότι ήταν επισφαλής βάση, ώστε να θεμελιώσουν επάνω της την πολιτική τους αναζήτηση και πρακτική. Αυτό το έκανε πολύ αργότερα ο νεώτερος εξουσιασμός επινοώντας το φαιδρό υβρίδιο του «έθνους-κράτους».
Η παράνοια των «θρησκευτικών» και των «εθνικών» πολέμων
Α. Ο θρησκευτικός πόλεμος ως κατασκεύασμα του μεσαιωνικού θρησκευτικού κράτους
Η ιδεολογικοποίηση του πολέμου ήταν κάτι αναγκαίο στα κράτη της ύστερης αρχαιότητας και του μεσαίωνα και καθιερώθηκε στα πλαίσια της ισχυροποίησης της αυτοκρατορικής κρατικής εξουσίας. Στις αρχαίες ελληνικές πόλεις οι αιτίες του εκάστοτε πολέμου ήσαν κατανοητές και προφανείς ακόμα και στον πιο ανενημέρωτο πολίτη. Έτσι, ήταν αδύνατο για κάποια κυρίαρχη κάστα να κατορθώσει να προσεταιριστεί σε ένα πόλεμο για τα συμφέροντά της, πολίτες, που έκριναν, ότι ο πόλεμος αυτός δεν τους αφορούσε.
Με την είσοδο στον μεσαίωνα και τον μετασχηματισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο πρώτο, ουσιαστικά, θρησκευτικό κράτος της ιστορίας (δηλ. στο πρώτο κράτος που αυτοπροσδιορίζεται κατ' εξοχήν και κυρίως με θρησκευτικούς όρους), το προσδιδόμενο στον πόλεμο εννοιολογικό περιεχόμενο αλλάζει. Ο πόλεμος χάνει την προηγούμενη «αγνότητά» του, καθαγιάζεται και διεξάγεται πλέον υπό το πρόσχημα της διάδοσης του «θεϊκού» λόγου στους «ασεβείς», ή τους «απίστους».
Ο χριστιανισμός κουβαλάει εγγενώς την έννοια του «ιερού πολέμου», αφού, κατά τους ισχυρισμούς του, είναι η μόνη θρησκεία που γνωρίζει ποιός είναι ο μοναδικός αληθινός θεός. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η «σωτηρία» των αλλόδοξων με κάθε μέσο (ειρηνικό, ή -συνηθέστερα- βίαιο), είναι καθήκον κάθε χριστιανού. Εννοείται, ότι η «σωτηρία» των αλλόδοξων περιλαμβάνει συνήθως την λεηλασία του πλούτου τους, τον εξανδραποδισμό τους (χαρακτηριστικά που λίγο- πολύ συναντώνται σε όλους τους πολέμους) αλλά και την βιαιότατη αλλοίωση και απαξίωση της εθνικής τους συνείδησης, παράδοσης, ή άλλης συλλογικής ταυτότητας (αυτό το τελευταίο απετέλεσε καινοτόμο χαρακτηριστικό του χριστιανικού θρησκευτικού πολέμου).
|
Χάρτης της επιδρομής του βησιγότθου Αλάριχου στην Ελλάδα το 395: μια φάση από
τον χριστιανικό «ιερό» πολέμο (αραβιστί «τζιχάντ») κατά του ελληνικού
πολιτισμού. Οι εκχριστιανισμένοι βησιγότθοι του Αλάριχου στο πέρασμά
τους από την Ελλάδα στα τέλη του 4ου αιώνα καθοδηγούμενοι από
βυζαντινούς καλόγερους, ξεθεμέλιωσαν, σημαντικότατα μνημεία, σε Αθήνα,
Κόρινθο, Άργος, Νεμέα, Ολυμπία κ.α. (πηγή: περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44).
|
Ο πρώτος, ο σημαντικότερος και διαρκέστερος (αφού διαρκεί μέχρι σήμερα) «ιερός» πόλεμος του χριστιανισμού, είναι ως γνωστόν αυτός εναντίον του ελληνικού πολιτισμού. Επίσης συχνότατα ο χριστιανισμός, εκτός από τους «ιερούς» πολέμους, που έχει εξαπολύσει στο εξωτερικό του, έχει εφαρμόσει τον «ιερό» πόλεμο πρώτα απ' όλα στο εσωτερικό του: αναφερόμαστε φυσικά στο αλληλοαιματοκύλισμα των αιρέσεών του.
Επί αιώνες όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, (π.χ. η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανού Καρλομάγνου, 742-814) προσπάθησαν να αντιγράψουν τη θεοκρατική δομή του ρωμαϊκού και να παρουσιαστούν ως κληρονόμοι του. Μάλιστα οι παπάδες δεν περιορίζονταν στο να ευλογούν απλώς τα σύνεργα των σφαγών, αλλά συχνά αναλάμβαναν υψηλά στρατιωτικά αξιώματα και καθοδηγούσαν αυτοπροσώπως τις εκστρατείες. Τόσο στην χριστιανική «ορθοδοξία», όσο και στον καθολικισμό είναι αναρίθμητοι οι «στρατηλάτες» άγιοι (στην πραγματικότητα κοινοί σφαγείς και πλιατσικολόγοι)(6). Οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι του μεσαίωνα, αλλά και οι αποκαλούμενες «σταυροφορίες» γίνονταν πάντα στο όνομα των θεμελιωδών χριστιανικών εννοιών.
«Ιερούς» πολέμους διεξήγαγε εξίσου συχνά και το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος (το αποκαλούμενο και «Βυζάντιο»). Οι κατά καιρούς απόπειρες ανακατάκτησης διαφόρων χαμένων εδαφών του, θεμελιώνονταν ιδεολογικά στον «ορθόδοξο» χριστιανισμό(7). Σε όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα, εκτός από τους περιστασιακούς επαγγελματικούς μισθοφορικούς στρατούς, ορδές εξαχρειωμένων φουκαράδων, που τούς είχαν έντεχνα φανατίσει, άγονταν και φέρονταν στα πεδία των μαχών, πιστεύοντας βαθιά ότι σακατεύονται, ή πεθαίνουν για το «βασίλειο των ουρανών». Το χριστιανικό τύπο «ιερού» πολέμου, αντέγραψε και ο μωαμεθανισμός. Ο τελευταίος θεωρήθηκε αρχικά από τον χριστιανισμό ως μια ακόμα αίρεσή του. Μέχρι οι χριστιανοί να αντιληφθούν πλήρως το φαινόμενο της εμφάνισής του, αυτός είχε εξελιχθεί σε ιδεολογική υπερδύναμη και διεξήγαγε με επιτυχία τούς δικούς του «ιερούς» πολέμους, γνωστούς και ως «τζιχάντ».
Επί αιώνες όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, (π.χ. η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανού Καρλομάγνου, 742-814) προσπάθησαν να αντιγράψουν τη θεοκρατική δομή του ρωμαϊκού και να παρουσιαστούν ως κληρονόμοι του. Μάλιστα οι παπάδες δεν περιορίζονταν στο να ευλογούν απλώς τα σύνεργα των σφαγών, αλλά συχνά αναλάμβαναν υψηλά στρατιωτικά αξιώματα και καθοδηγούσαν αυτοπροσώπως τις εκστρατείες. Τόσο στην χριστιανική «ορθοδοξία», όσο και στον καθολικισμό είναι αναρίθμητοι οι «στρατηλάτες» άγιοι (στην πραγματικότητα κοινοί σφαγείς και πλιατσικολόγοι)(6). Οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι του μεσαίωνα, αλλά και οι αποκαλούμενες «σταυροφορίες» γίνονταν πάντα στο όνομα των θεμελιωδών χριστιανικών εννοιών.
«Ιερούς» πολέμους διεξήγαγε εξίσου συχνά και το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος (το αποκαλούμενο και «Βυζάντιο»). Οι κατά καιρούς απόπειρες ανακατάκτησης διαφόρων χαμένων εδαφών του, θεμελιώνονταν ιδεολογικά στον «ορθόδοξο» χριστιανισμό(7). Σε όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα, εκτός από τους περιστασιακούς επαγγελματικούς μισθοφορικούς στρατούς, ορδές εξαχρειωμένων φουκαράδων, που τούς είχαν έντεχνα φανατίσει, άγονταν και φέρονταν στα πεδία των μαχών, πιστεύοντας βαθιά ότι σακατεύονται, ή πεθαίνουν για το «βασίλειο των ουρανών». Το χριστιανικό τύπο «ιερού» πολέμου, αντέγραψε και ο μωαμεθανισμός. Ο τελευταίος θεωρήθηκε αρχικά από τον χριστιανισμό ως μια ακόμα αίρεσή του. Μέχρι οι χριστιανοί να αντιληφθούν πλήρως το φαινόμενο της εμφάνισής του, αυτός είχε εξελιχθεί σε ιδεολογική υπερδύναμη και διεξήγαγε με επιτυχία τούς δικούς του «ιερούς» πολέμους, γνωστούς και ως «τζιχάντ».
Τζωρτζ Μπους τζούνιορ και Οσάμα Μπιν Λάντεν: οι προπαγανδιστές του σύγχρονου πολέμου ως «σύγκρουσης πολιτισμών», αν και αμφότεροι αποκτηνωμένοι. Και (σύμπτωση;) βαθιά θρησκευόμενοι ...
Β. Ο εθνικός πόλεμος ως κατασκεύασμα του εθνοκράτους της νεώτερης εποχής
Ένα νέο είδος πολέμου έχει εμφανιστεί τους τελευταίους δύο-τρεις αιώνες. Πρόκειται για τον εθνικό πόλεμο. Όπως ο θρησκευτικός πόλεμος προήλθε από το θρησκευτικό κράτος του μεσαίωνα, έτσι και ο εθνικός πόλεμος προήλθε από το εθνοκράτος της νεώτερης εποχής. Φυσικά δεν πρόκειται για πόλεμο μεταξύ εθνών αλλά, μεταξύ "κρατών" (δηλαδή τοπικώς κυρίαρχων ελίτ), που υποτίθεται, ότι με ένα μυστικιστικό τρόπο ενσαρκώνουν κάποιο έθνος.
Ωστόσο, τα «εθνικά» κράτη δεν προήλθαν από ... μια ξαφνική συνειδητοποίηση των ευρωπαϊκών εθνών ότι αποτελούν σύνολα με κοινή καταγωγή, γλώσσα, έθιμα κλπ. Τo έθνος δεν είχε ποτέ ανάγκη την ύπαρξη τού κράτους για να επιβεβαιώσει τη δική του. Τα «εθνικά» κράτη αποτελούν συνέπειες της ανάδυσης των καπιταλιστικών ελίτ, οι οποίες χρειάζονταν κατ' αρχήν εσωτερικές αγορές («πατρίδες») για να αναπτυχθούν και να εδραιωθούν. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο καπιταλισμός σήμερα δεν διστάζει να προωθήσει διευρυμένης μορφής υπερεθνικές αγορές, όπως οι διάφορες πολυκρατικές οικονομικές ενώσεις. Έτσι έχει αποδειχτεί περίτρανα ότι, οι περί πατρίδας επικλήσεις είναι κούφια λόγια: πατρίδα του καπιταλιστή είναι απλώς και μόνο η εκάστοτε έδρα της εταιρείας του.
Στην πραγματικότητα τα περισσότερα «εθνικά» κράτη είναι οριοθετημένοι γεωγραφικοί χώροι με αμφισβητήσιμη εθνική ομοιογένεια (βλ. Ελβετία, Βέλγιο, Ισπανία, Βρετανία και φυσικά τα περισσότερα κράτη των Βαλκανίων και της Β. και Ν. Αμερικής). Σε κάποιες από αυτές τις χώρες (όπως στην τριεθνή Ελβετία) άνθρωποι διαφορετικών εθνοτήτων έχουν πραγματικό όφελος ζώντας μαζί, χάρις σε μια εξανθρωπισμένη πολιτική συγκρότηση. Από την άλλη, πολλά «εθνικά» κράτη με σχετική εθνική ομοιογένεια, όπως το γαλλικό, ή το νεοελληνικό, έχουν δοκιμαστεί επανειλημμένα από τον εσωτερικό κοινωνικό πόλεμο. Κάτι που αποδεικνύει, ότι αν μια κοινωνία μπορεί να εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο στα μέλη της, αυτό δεν οφείλεται στο ποσοστό τής εθνικής της ομοιογένειας, όπως απλοϊκά υποστηρίζουν οι εθνικιστές. Η ποιότητα ζωής που παρέχει μια κοινωνία στα μέλη της, εξαρτάται πρωτίστως από την έκβαση των εσωτερικών κοινωνικών της συγκρούσεων (κάτι που οι αρχαίοι έλληνες γνώριζαν καλά).
Επίσης η πεποίθηση, ότι με ένα «εθνικό» πόλεμο, θα αυξηθεί ο «εθνικός» πλούτος και θα λυθούν τα εσωτερικά προβλήματα, είναι για τους αφελείς και τους ανιστόρητους. Γιατί ακόμα και η διανομή του «προϊόντος» ενός επιτυχημένου κατακτητικού «εθνικού» πολέμου καθορίζεται πάντα από την τροπή, που έχει εκείνη τη στιγμή ο εσωτερικός κοινωνικός πόλεμος. Και στα εθνοκράτη, όπως και στα θρησκευτικά μεσαιωνικά κράτη, αυτός που συνήθως καρπώνεται τα περισσότερα από τους κατακτητικούς πολέμους είναι η κυρίαρχη μειοψηφία, που στέλνει τον ιδιόκτητο λαουτζίκο της να σφαγιαστεί με έναν άλλο λαουτζίκο(8).
«Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ» (γραμμένο στην είσοδο του Νταχάου). Το εφιαλτικό ιδανικό όλων των εξουσιαστών, όλων των εποχών. Το επιμελώς κρυμμένο μέλημα τών ιδεολογικοποιημένων πολέμων τους υπήρξε, είτε η υποδούλωση άλλων λαών, είτε η έντεχνη –δια της «εθνικής» ιδεολογίας- δουλοποίηση του ίδιου του δικού τους.
Η χάλκευση μιας δήθεν «εθνικής» ψευδοταυτότητας για εσωτερική προπαγανδιστική χρήση και κατανάλωση θεωρήθηκε, ότι θα εξευμένιζε το φάντασμα των κοινωνικών συγκρούσεων (= στάσεων) και θα εξασφάλιζε την κοινωνική ειρήνη (=υποταγή). Η «εθνική» αυτή ψευδοταυτότητα επιβλήθηκε εις βάρος της αυθεντικής, την οποία επικάλυψε για άλλη μια φορά, όπως είχε κάνει αιώνες πριν και ο χριστιανισμός (βλ. τον ανθελληνισμό του «ελληνοχριστιανικού» ρωμαίικου κρατιδίου, ή τον γελοίο ισχυρισμό του ναζισμού, ότι οι γερμανοί αποτελούν τους φυσικούς κληρονόμους των αρχαίων ελλήνων και ειδικά των ... σπαρτιατών). Επίσης το εθνοκράτος παγίωσε στη συλλογική συνείδηση μια αποϊεροποιημένη και χυδαία εδαφική/συνοριακή αντίληψη της πατρίδας.
Το πόσο ολέθριο υπήρξε για τους πολέμους των ελλήνων το εθνοκράτος μπορεί να κατανοηθεί αν συγκριθούν οι πολεμικές συμπεριφορές των ελλήνων, προ και μετά της σύστασής του. Στην αρχαία ελληνική πόλη η στράτευση γινόταν περισσότερο αντιληπτή ως τιμή παρά ως υποχρέωση. Αυτό συνέβαινε, διότι ο στρατός ήταν στρατός πολιτών και όχι υπηκόων, ή σκλάβων. Οι οπλίτες/πολίτες, σε αντίθεση με σήμερα, είχαν μια πραγματική -και όχι ιδεολογική- πατρίδα να υπερασπίσουν: π.χ. ως άτομα είχαν ολοκληρωμένη πολιτική οντότητα και όχι τα σημερινά καχεκτικά «πολιτικά δικαιώματα».
Κατά τον ίδιο τρόπο οι αγωνιστές του 1821 αντιλαμβάνονταν την πατρίδα ως κάτι χειροπιαστό κι όχι ως μια αφηρημένη ιδέα. Γι' αυτό, η μισθοδοσία των παληκαριών τους και η δίκαιη διανομή των λαφύρων, απασχολούσαν τούς οπλαρχηγούς το ίδιο με τον σχεδιασμό των συγκρούσεων. Αυτό δεν οφειλόταν στον ελλιπή, λόγω ανυπαρξίας τακτικού στρατού, εφοδιασμό (ο τακτικός στρατός ήταν άλλωστε κάτι που τους προξενούσε αποστροφή). Απλώς δεν δέχονταν να πολεμήσουν για την «πατρίδα» των κοτσαμπασήδων και των φαναριωτών, που ήσαν αραγμένοι στα μετόπισθεν (αναλόγως έπρατταν και τα πληρώματα των πλοίων). Επίσης, από ένα σημείο και μετά, απαιτούσαν και συμμετοχή στην πολιτική εξουσία. Όποιος διαβάσει, έστω και επί τροχάδην, τα απομνημονεύματα των διαφόρων οπλαρχηγών του 1821 θα διαπιστώσει την πλήρη ομοφωνία τους στο να μην πολεμούν, κατά το κοινώς λεγόμενο, «για την ψυχή της μάνας τους» αλλά, για «πεζά» υλικά πράγματα, τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους πολεμιστές τους: χρήματα, λάφυρα, αγροτικές εκτάσεις, πολιτική συμμετοχή. Κάτι, που (κακώς) θα απογοητεύσει τους γαλουχημένους με τις προπαγανδιστικές αγιογραφίες που προωθεί το νεοελληνικό εθνοκράτος.
Χιλιετίες πρωτύτερα, ο -ολιγαρχικός- Πλάτων (Πολιτεία VIII, 551 d-e) είχε παραδεχθεί, ότι οι ολιγαρχικοί δεν είναι ικανοί να κάνουν πόλεμο «γιατί είναι αναγκασμένοι, ή να οπλίσουν το πλήθος, οπότε θα το φοβούνται περισσότερο από τους εχθρούς, ή να μην το χρησιμοποιήσουν καθόλου». Το οπλισμένο πλήθος του 1821, σε πλήρη αντίθεση με τους νεοέλληνες απογόνους του, γνώριζε ενστικτωδώς αυτή την αλήθεια και πολεμούσε για τους δικούς του λόγους, οι οποίοι συνήθως δεν είχαν καμία σχέση με τα πολιτικά «μαγειρέματα» των ελληνικών εξουσιαστικών ομάδων της εποχής.
Η ρίζα αυτής τής εντελώς αντιιδεολογικής αντίληψης περί πατρίδας, πολέμου και στρατού είναι κοινή τόσο στους αρχαίους, όσο και στους νεώτερους. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ανθρώπους που γνωρίζουν γιατί πολεμούν και δεν έχουν πέσει θύματα ιδεολογικοποιημένης εξαπάτησης. Παρά την έλλειψη μόρφωσης των Κλεφτών, ο πόλεμός τους είχε πάντα ως κυρίαρχη μια ενστικτώδη υγιή πολιτική διάσταση, αντί για μια περιορισμένη και νεφελώδη «εθνική» και εδαφική. Γαλουχημένοι με κείμενα όπως η συναρπαστική Ελληνική Νομαρχία τού Ανωνύμου του Έλληνος, οι εξεγερμένοι του 1821 ένιωθαν ότι «Πατρίς είναι μια λέξις, διά της οποίας όλοι κοινώς εννοούσι την γην, εις ήν εγεννήθησαν, οι μόνον ελεύθεροι όμως δύνανται να καταλάβωσι τήν μεγάλην αυτής σημασίαν, και δια τούτο οι δούλοι αδιαφόρως προφέρουσι τοιούτον όνομα [ ...;] Τα ονόματα αγαπητοί μου, λαμβάνουν την σημασίαν από την ιδιότητα των πραγμάτων, εις τα οποία αναφέρονται. Όθεν, αν τινάς δεν γνωρίζει το πράγμα εις ουδέν του χρησιμεύει η ονομασία του. Και καθώς ο εκ γενετής αόμματος, προφέροντας τα ονόματα των χρωμάτων ουδέν εννοεί, επειδή δεν είδε ποτέ τα χρώματα, ούτως και οι νυν Έλληνες με το «Πατρίς» άλλο δεν εννοούσι ειμή τήν γην εις την οποίαν εγεννήθησαν, επειδή τούς λείπει η ελευθερία [ ...;] Ω! πόσον διαφέρομεν από τους προγόνους μας οι ταλαίπωροι! [ ...;] Η λέξις «Πατρίς» ερέθιζε εις την ενθύμησιν τών προγόνων μας όλας τας ιδέας τών καλών της ελευθερίας και όλην την ευδαιμονίαν της ζωής των.»
Αντίθετα ο νεότερος τακτικός ελληνικός στρατός ελάχιστα διαφέρει από έναν, συρόμενο εδώ κι εκεί, στρατό σκλάβων (και φυσικά μόνο κατ' όνομα έχει σχέση με τον τακτικό στρατό πολιτών μιας ελληνικής πόλεως). Αυτό αποδεικνύεται από τη φύση των «επιχειρήσεων» που έχει διεξάγει. Κατ' αρχήν έναν σεβαστό αριθμό πραξικοπημάτων, «κινημάτων», «επαναστάσεων», προδοσιών (Κύπρος) και άλλων «ρυθμιστικών» πολιτικών πράξεων. Στη συνέχεια μια σειρά από φιάσκα σχετιζόμενα με μυθοπλασίες του νεοελληνικού εθνοκράτους, όπως η «Μεγάλη Ιδέα» (1897, 1922 κ.α.), που τελικά οδήγησαν στη γεωγραφική συρρίκνωση της πλατιάς ελληνικής παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο.
Επίσης ο ρόλος του σε εθνοκαθάρσεις, μαζί με τους στρατούς των σέρβων και των βουλγάρων, όπως στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913. Στις «επιχειρήσεις» αυτές φάνηκε ο αρρωστημένος παραλογισμός του εθνοκράτους: διαφορετικοί εθνικοί πληθυσμοί, ελληνικοί και άλλοι, που επί αιώνες συμβίωναν ειρηνικά, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και οδηγήθηκαν σαν κοπάδια μέσα στα νεοδημιουργηθέντα εθνικά σύνορα. Έτσι δημιουργήθηκε εκ του μή όντος η εθνικιστική πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων. Επιπλέον η παντελώς αναίτια συμμετοχή του στον Β' παγκόσμιο πόλεμο: η Ελλάδα μπορούσε (ή τουλάχιστον όφειλε να προσπαθήσει σοβαρά) να τηρήσει μια συμφέρουσα -και κυρίως πειστική- ουδετερότητα (όπως η γειτονική -και ίσης στρατηγικής σημασίας- Τουρκία) αλλά, μπήκε στον πόλεμο για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής (π.χ. δεν μπορείς να είσαι ολοφάνερα φερέφωνο του αγγλικού «παράγοντα» έχοντας μετατρέψει τη χώρα σε σταθμό ανεφοδιασμού των άγγλων και να έχεις την απαίτηση να σε πιστέψουν όταν δηλώνεις ουδέτερος ...). Παρ' όλα αυτά ο στημένος πόλεμος με την Ιταλία και τη Γερμανία έλαβε χαρακτήρα «εθνικό» και «έπους» (βλ. 28η Οκτωβρίου 1940, μια "εθνική" επέτειος ντροπής)
Τέλος ο συμμοριτοπόλεμος, δηλαδή ο πόλεμος των «δεξιών» και «αριστερών» συμμοριών των ετών 1944-1949, που κατά την καταχρηστική ορολογία του εθνοκράτους εξωραϊστηκε ως «εμφύλιος» (=μια άλλη μορφή «εθνικού» πολέμου). Εδώ συγκρούστηκαν δύο αυτοαποκαλούμενοι «εθνικοί» στρατοί, που κατευθύνονταν από διαφορετικές αλλοεθνείς υπερδυνάμεις και τις συμμορίες των εγχώριων τοποτηρητών τους. Και οι δύο δημιουργήθηκαν υπό το πρόσχημα της ξενικής κατοχής (ο ένας στην Ελλάδα του «βουνού» κι ο άλλος επίσης στην Ελλάδα του «βουνού» και στη Μέση Ανατολή). Και οι δύο ήσαν κανονικοί σύγχρονοι τακτικοί στρατοί με οργανωμένες επιμελητείες, διοικητικές υπηρεσίες, εγκαταστάσεις, στρατόπεδα, στρατοδικεία, ιεραρχία, τελετουργικά, ομοιόμορφες στολές κλπ. Και των δύο τα επιτελεία γνώριζαν, ότι η πραγματική αποστολή τους θα αρχίσει μετά τον πόλεμο, δηλ. στον αγώνα για το μοίρασμα της μεταπολεμικής εξουσιαστικής πίττας και γι' αυτό απέφευγαν να αυτοεξασθενούν δίνοντας σοβαρές μάχες με τον «εθνικό» εχθρό: το πολύ να σκότωναν ένα-δυό γερμανούς σε κάποια ενέδρα και μετά την «κοπανούσαν» στα βουνά, ενώ τα αντίποινα του «ηρωισμού» τους τα πλήρωναν, ως γνωστόν, τα, εκτελούμενα κατά δεκάδες, άμαχα γυναικόπαιδα(9). Αντιθέτως όταν ήρθε η ώρα να αναμετρηθούν μεταξύ τους έδειξαν όλη την ενεργητικότητα, που δεν είχαν δείξει με τους γερμανούς. Αργότερα, για την προσφορά τους στο εθνοκράτος, τιμήθηκαν με τη διάκριση της δήθεν «εθνικής αντίστασης» (βλ. "Εθνική αντίσταση", η πιο πρόσφατη ιερή αγελάδα του νεοελληνικού εθνοκράτους: η αποδόμηση του εν λόγω εθνικού μύθου από διεθνιστική επαναστατική πλευρά).
Επίλογος
«Μαχητές του Χριστού», «Μάρτυρες του Προφήτη», «Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Τρεχαγύρευε», φυλετικοί (και προπάντων υστερικοί) «Υπεράνθρωποι», «Ήρωες του Έθνους (=εθνοκράτους)», «Αγωνιστές της Ελευθερίας (επέκτασης των αγορών)», «Ατσάλινες Γροθιές της (στρατοπεδοποιημένης) σοσιαλιστικής πατρίδας», «Στρατιώτες του Πολιτισμού»(!), ανέραστοι «πατριώτες» των ποδοσφαιρικών διοργανώσεων και των φουστανελοχλαμυδοφόρων συλλαλητηρίων, συμπλεγματικοί απόγονοι μεγάλων προγόνων, ή ορφανά της ιστορίας που ψάχνουν ιδεολογικά για «παρελθόν»: εδώ και αιώνες ο εξουσιασμός παίζει με τα στρατιωτάκια του και η ιδεολογικοποιημένη πολεμοχαρής παράνοια δεν φαίνεται να έχει θεραπεία.
Στη σημερινή εποχή η έννοια της πατρίδας (ίσως η μόνη για την οποία άξιζε ανέκαθεν να πολεμήσει κανείς) έχει ευτελιστεί σε μια ιδεοληψία για όσους αρέσκονται να στριμώχνουν την πραγματικότητα σε απλοϊκά θρησκευτικά, ή εθνικιστικά σχήματα. Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι αρχαίοι Έλληνες, που πολέμησαν για πραγματικά ιερά πράγματα, τα οποία -θεωρητικά τουλάχιστον- αποδέχεται ως ιερά και ο σημερινός κόσμος, δεν το διατυμπάνισαν και δεν τα ιδεολογικοποίησαν ποτέ. Σε αντίθεση με τους ευρεσιτέχνες των διαφόρων ιδεολογιών του πολέμου.
Σε ένα σύγχρονο πόλεμο είναι δύσκολο να γνωρίζει κάποιος γιατί πολεμά πραγματικά. Π.χ. τα τελευταία χρόνια «φοριέται» πολύ η έννοια του «πολιτισμικού» πολέμου. Επίσης, είναι κανόνας, ένας σύγχρονος πόλεμος, να έχει αποφασιστεί σε μια χώρα, να έχει σχεδιαστεί σε μια δεύτερη και να διεξάγεται μεταξύ δύο τρίτων, για λόγους που εξυπηρετούν μια τέταρτη. Οι προβαλλόμενες αιτίες του είναι πάντα απολύτως άσχετες με τις άδηλες πραγματικές. Την ανάγκη των εκάστοτε εξουσιαστών για συσκότιση της αλήθειας ήρθε να καλύψει η απάτη του ιδεολογικοποιημένου πολέμου. Γι' αυτό ένας πολίτης που θέλει να είναι πραγματικά τέτοιος, αν ποτέ κληθεί να πολεμήσει, είναι απαραίτητο να αναρωτηθεί ποιός και γιατί πραγματικά του ζητά να το κάνει. Κι ας διεξάγει όπως μπορεί τον δικό του αντιιδεολογικό πόλεμο(10).
Σημειώσεις Επίσης ο ρόλος του σε εθνοκαθάρσεις, μαζί με τους στρατούς των σέρβων και των βουλγάρων, όπως στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913. Στις «επιχειρήσεις» αυτές φάνηκε ο αρρωστημένος παραλογισμός του εθνοκράτους: διαφορετικοί εθνικοί πληθυσμοί, ελληνικοί και άλλοι, που επί αιώνες συμβίωναν ειρηνικά, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και οδηγήθηκαν σαν κοπάδια μέσα στα νεοδημιουργηθέντα εθνικά σύνορα. Έτσι δημιουργήθηκε εκ του μή όντος η εθνικιστική πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων. Επιπλέον η παντελώς αναίτια συμμετοχή του στον Β' παγκόσμιο πόλεμο: η Ελλάδα μπορούσε (ή τουλάχιστον όφειλε να προσπαθήσει σοβαρά) να τηρήσει μια συμφέρουσα -και κυρίως πειστική- ουδετερότητα (όπως η γειτονική -και ίσης στρατηγικής σημασίας- Τουρκία) αλλά, μπήκε στον πόλεμο για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής (π.χ. δεν μπορείς να είσαι ολοφάνερα φερέφωνο του αγγλικού «παράγοντα» έχοντας μετατρέψει τη χώρα σε σταθμό ανεφοδιασμού των άγγλων και να έχεις την απαίτηση να σε πιστέψουν όταν δηλώνεις ουδέτερος ...). Παρ' όλα αυτά ο στημένος πόλεμος με την Ιταλία και τη Γερμανία έλαβε χαρακτήρα «εθνικό» και «έπους» (βλ. 28η Οκτωβρίου 1940, μια "εθνική" επέτειος ντροπής)
Τέλος ο συμμοριτοπόλεμος, δηλαδή ο πόλεμος των «δεξιών» και «αριστερών» συμμοριών των ετών 1944-1949, που κατά την καταχρηστική ορολογία του εθνοκράτους εξωραϊστηκε ως «εμφύλιος» (=μια άλλη μορφή «εθνικού» πολέμου). Εδώ συγκρούστηκαν δύο αυτοαποκαλούμενοι «εθνικοί» στρατοί, που κατευθύνονταν από διαφορετικές αλλοεθνείς υπερδυνάμεις και τις συμμορίες των εγχώριων τοποτηρητών τους. Και οι δύο δημιουργήθηκαν υπό το πρόσχημα της ξενικής κατοχής (ο ένας στην Ελλάδα του «βουνού» κι ο άλλος επίσης στην Ελλάδα του «βουνού» και στη Μέση Ανατολή). Και οι δύο ήσαν κανονικοί σύγχρονοι τακτικοί στρατοί με οργανωμένες επιμελητείες, διοικητικές υπηρεσίες, εγκαταστάσεις, στρατόπεδα, στρατοδικεία, ιεραρχία, τελετουργικά, ομοιόμορφες στολές κλπ. Και των δύο τα επιτελεία γνώριζαν, ότι η πραγματική αποστολή τους θα αρχίσει μετά τον πόλεμο, δηλ. στον αγώνα για το μοίρασμα της μεταπολεμικής εξουσιαστικής πίττας και γι' αυτό απέφευγαν να αυτοεξασθενούν δίνοντας σοβαρές μάχες με τον «εθνικό» εχθρό: το πολύ να σκότωναν ένα-δυό γερμανούς σε κάποια ενέδρα και μετά την «κοπανούσαν» στα βουνά, ενώ τα αντίποινα του «ηρωισμού» τους τα πλήρωναν, ως γνωστόν, τα, εκτελούμενα κατά δεκάδες, άμαχα γυναικόπαιδα(9). Αντιθέτως όταν ήρθε η ώρα να αναμετρηθούν μεταξύ τους έδειξαν όλη την ενεργητικότητα, που δεν είχαν δείξει με τους γερμανούς. Αργότερα, για την προσφορά τους στο εθνοκράτος, τιμήθηκαν με τη διάκριση της δήθεν «εθνικής αντίστασης» (βλ. "Εθνική αντίσταση", η πιο πρόσφατη ιερή αγελάδα του νεοελληνικού εθνοκράτους: η αποδόμηση του εν λόγω εθνικού μύθου από διεθνιστική επαναστατική πλευρά).
Επίλογος
«Μαχητές του Χριστού», «Μάρτυρες του Προφήτη», «Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Τρεχαγύρευε», φυλετικοί (και προπάντων υστερικοί) «Υπεράνθρωποι», «Ήρωες του Έθνους (=εθνοκράτους)», «Αγωνιστές της Ελευθερίας (επέκτασης των αγορών)», «Ατσάλινες Γροθιές της (στρατοπεδοποιημένης) σοσιαλιστικής πατρίδας», «Στρατιώτες του Πολιτισμού»(!), ανέραστοι «πατριώτες» των ποδοσφαιρικών διοργανώσεων και των φουστανελοχλαμυδοφόρων συλλαλητηρίων, συμπλεγματικοί απόγονοι μεγάλων προγόνων, ή ορφανά της ιστορίας που ψάχνουν ιδεολογικά για «παρελθόν»: εδώ και αιώνες ο εξουσιασμός παίζει με τα στρατιωτάκια του και η ιδεολογικοποιημένη πολεμοχαρής παράνοια δεν φαίνεται να έχει θεραπεία.
Στη σημερινή εποχή η έννοια της πατρίδας (ίσως η μόνη για την οποία άξιζε ανέκαθεν να πολεμήσει κανείς) έχει ευτελιστεί σε μια ιδεοληψία για όσους αρέσκονται να στριμώχνουν την πραγματικότητα σε απλοϊκά θρησκευτικά, ή εθνικιστικά σχήματα. Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι αρχαίοι Έλληνες, που πολέμησαν για πραγματικά ιερά πράγματα, τα οποία -θεωρητικά τουλάχιστον- αποδέχεται ως ιερά και ο σημερινός κόσμος, δεν το διατυμπάνισαν και δεν τα ιδεολογικοποίησαν ποτέ. Σε αντίθεση με τους ευρεσιτέχνες των διαφόρων ιδεολογιών του πολέμου.
Σε ένα σύγχρονο πόλεμο είναι δύσκολο να γνωρίζει κάποιος γιατί πολεμά πραγματικά. Π.χ. τα τελευταία χρόνια «φοριέται» πολύ η έννοια του «πολιτισμικού» πολέμου. Επίσης, είναι κανόνας, ένας σύγχρονος πόλεμος, να έχει αποφασιστεί σε μια χώρα, να έχει σχεδιαστεί σε μια δεύτερη και να διεξάγεται μεταξύ δύο τρίτων, για λόγους που εξυπηρετούν μια τέταρτη. Οι προβαλλόμενες αιτίες του είναι πάντα απολύτως άσχετες με τις άδηλες πραγματικές. Την ανάγκη των εκάστοτε εξουσιαστών για συσκότιση της αλήθειας ήρθε να καλύψει η απάτη του ιδεολογικοποιημένου πολέμου. Γι' αυτό ένας πολίτης που θέλει να είναι πραγματικά τέτοιος, αν ποτέ κληθεί να πολεμήσει, είναι απαραίτητο να αναρωτηθεί ποιός και γιατί πραγματικά του ζητά να το κάνει. Κι ας διεξάγει όπως μπορεί τον δικό του αντιιδεολογικό πόλεμο(10).
(1) Ο γεωγραφικός προσδιορισμός της πατρίδας φαίνεται ότι ιεραρχείτο ως δευτερεύων αφού αρκετές φορές υποχωρούσε υπό το βάρος άλλων, κοινωνικών πολιτικών κ.ά. παραγόντων: οι αναρίθμητες αποικίες των ελλήνων ιδρύθηκαν σε περιοχές, όπου αυτοί δεν μπορούσαν να επικαλεστούν κανένα γεωγραφικό παρελθόν και οι νέες ελληνικές πόλεις εγκαθιδρύθηκαν βασισμένες αποκλειστικά στους άλλους παράγοντες. Επίσης ο Θεμιστοκλής θεωρούσε δευτερεύοντα τον γεωγραφικό προσδιορισμό της Αθήνας, όταν απείλησε πως αν οι υπόλοιποι έλληνες δεν επιθυμούσαν να δώσουν ναυμαχία στη Σαλαμίνα, οι αθηναίοι θα πήγαιναν να ξαναϊδρύσουν την πόλη τους στην Ιταλία. Βλ. επίσης την ρήση στον Θουκυδίδη «άνδρες γαρ πόλις» ( Ζ΄ 77, «η πόλη είναι οι άνδρες της», δηλ. οι πολίτες της, που φέρουν παντού και πάντα την πολιτική τους διαπαιδαγώγηση και με αυτόν τον τρόπο δίνουν ύπαρξη στη πόλη). Αλλά και γενικότερα οι έλληνες δεν προσδιόριζαν την πόλη-πατρίδα με γεωγραφικούς όρους, αφού έλεγαν π.χ. «οι αθηναίοι», ή «οι κορίνθιοι» και ποτέ «η Αθήνα», ή «η Κόρινθος».
(2) Β΄ 212 κ.ε..
(3) Ε΄ 78.
(4) Αριστοτέλους, Πολιτικά,V,1301 a25-1301 b 18. Αλλά και Αινεία Τακτικού, Πολιορκητικά XIV, 1.
(5) Πανηγυρικός 166-168, Περί Ειρήνης 44, 46-48, Φίλιππος 120-121.
(6) Για μια λεπτομερή παρουσίαση των χριστιανών πολεμικών αγίων βλ. Κάρλχάιντς Ντέσνερ «Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού», εκδόσεις Κάκτος.
(7) Βλ. Αθηνάς Κόλλια-Δερμιτζάκη, «Ο βυζαντινός "ιερός πόλεμος"», Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1991.
(8) Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης το έχει διατυπώσει γλαφυρά στην πασίγνωστη Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου : «Και στον πόλεμο "όλα γι' όλα" / κουβαλούσα πολυβόλα / να σκοτώνονται οι λαοί / για τ' αφέντη το φαϊ.»
(9) Οι Κλέφτες, που έκαναν πραγματικό αντάρτικο, και όχι αντάρτικο «γιαλαντζί», ήσαν ιδιαίτερα προσεκτικοί στο να μην υποστεί ο άμαχος πληθυσμός τουρκικά αντίποινα για τη δράση τους. Βλ. επίσης Α. Στίνα «Ε.Α.Μ. -Ε.Λ.Α.Σ.- Ο.Π.Λ.Α.: η ειδική αποστολή της "εθνικής αντίστασης" στον Β' παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και η συμβολή της στη βιβλική καταστροφή, που εν ψυχρώ προετοιμάζουν οι δήμιοι που κυβερνούν τους λαούς», εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη.
(10) Στην πράξη αυτό μόνο με έναν τρόπο μεταφράζεται: μετατροπή του ιδεολογικοποιημένου «εθνικού» πολέμου σε υλιστικό κοινωνικό, δηλ., κατά την απατηλή ορολογία του εθνοκράτους, σε «εμφύλιο», ή «ανταρσία» (ή στα αρχαία ελληνικά στάση). Δηλ. ταυτόχρονος πόλεμος όσων θέλουν να λέγονται πολίτες, εναντίον, τόσο των «εξωτερικών» όσο και (κυρίως) των εσωτερικών εχθρών-εξουσιαστών της κοινωνίας. Μια σύρραξη με έναν «εξωτερικό» εχθρό, είναι πάντα μια καλή ευκαιρία για τους κοινωνικώς κυριαρχούμενους να διευθετήσουν γρήγορα και εύκολα όλη η ανώμαλη κοινωνική κατάσταση, στην οποία ζούν αλαζονικά επαναπαυμένα τα κοινωνικώς κυρίαρχα παράσιτα. Έτσι οι νικητές του κοινωνικού πολέμου θα έχουν αποκτήσει μια πραγματική (και όχι ιδεολογική) πατρίδα για να υπερασπίσουν. Η θέση περί μετατροπής των «εθνικών» πολέμων σε κοινωνικούς αποτελεί μια μεγάλη συνεισφορά της κλασικής πολιτικής σκέψης, που εγκαινίασαν οι ελληνικές δημοκρατίες και η οποία έφτασε σε εμάς διαμέσου της Γαλλικής Επανάστασης και του επαναστατικού σοσιαλισμού του 19ου αιώνα.
Θ. Λ.
Το διαβάσαμε στον ΥΠΝΟΒΑΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου